Scroll Top

Νίκος Καββαδίας [I]

  Να ξυπνάς και να βρίσκεσαι σ΄ έναν τόπο για πρώτη φορά. Τρίβεις τα μάτια, κόκκινα και κουρασμένα. Βλέπεις θαμπά. Άνθρωποι που δεν τους φαντάστηκες. Τους αγαπάς. Νταραβερίζεσαι και γίνεσαι μάτσο με δαύτους. Φεύγεις. Τους θυμάσαι όταν μείνεις για λίγο στο σπίτι σου, την ώρα που πέφτεις να κοιμηθείς. Η θύμηση αξίζει μονάχα όταν ξέρεις πως θα κινήσεις για καινούργιο ταξίδι. Η χειρότερη άρνηση, η μεγαλύτερη απελπισία, είναι να φουντάρεις στον τόπο σου και να ζεις με τις αναμνήσεις.
Υπάρχουν σε μια γοτθική εκκλησία κάτι στασίδια, που σαν τ΄ αναποδογυρίσεις θα δεις σκαλισμένες παραστάσεις αισχρές. Περισσότερο κι΄ από κείνες που βρίσκονται σε πέτρινους ναούς στις Ινδίες. Ο ανώνυμος τεχνίτης έχει δουλέψει για το κέφι του. Είχε αποκάμει να δουλεύει για τους άλλους, για την πίστη, για τις ιδέες. Δεν τόκαμε για να παίξει. Μα για να υπογράψει. Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να μη γίνεται. Το πιο απίθανο, το πιο τρομαχτικό. Φτάνει κάποιος να το σκεφτεί.
Τον καλύτερο καφέ στη ζωή μου τον ήπια στη Μόκα. Το καλύτερο τσάι στο Colombo. Όταν ζήτησα τρίτο κύπελο του Ινδού που σερβίριζε, θύμωσε. «Θέλεις λοιπόν να χάσεις ό,τι κέρδισες»; μούπε. Ο χειρότερος καφές που πήγα ποτέ στη μάνα μου ήταν αγορασμένος από τη Μόκα. Το χειρότερο τσάι που αγόρασα ήταν στο Colombo. Από τα ίδια μαγαζιά που είχα πιεί.
Ο ζωγράφος Πετρίδης, ένας πρόσφυγας από τη Ρωσία, που γυάλιζε παπούτσια στη Δραπετσώνα. Ζωγράφιζε το κασέλι του κι΄ έλεγε πως τόκανε με τον τρόπο που τούχαν διδάξει στο Πολυτεχνείο της Μόσχας. Μια μικρή λαδοτέμπερα. Ιστορούσε ένα στρατσόχαρτο με λίγες ελιές, δυο κρεμμύδια – το ένα με φύτρο – ένα κομμάτι ψωμί μαύρο και κάτι κουκούτσια δίπλα. Το θέμα ήταν άλλο. Ήταν η λάμπα με το σπασμένο γυαλί. Δε χωρούσε να μπει στο τελάρο. Έμενε κρεμασμένη στον τοίχο και φώτιζε λοξά το τραπέζι.

*  Οι ναύτες είναι ακροβάτες. Φοράνε θαλασσιές φόρμες ή χακί ξεβαμμένες , γιομάτες μικρές κουκκίδες κόκκινες, πράσινες, μαύρες, άσπρες. Μπορούνε ν΄ ανέβουνε στην κορφή του καταρτιού από ένα σκοινί, χωρία ν΄ ακουμπάνε τα πόδια τους πουθενά. Μπορούν να κρατηθούν για μια στιγμή κρεμασμένοι από τα δόντια, να περπατήσουνε πάνω σ΄ έναν κάβο τεντωμένο κι΄ από κάτω τους να κυλάει το ρέμα. Τα χέρια τους είναι γιομάτα σημάδια από χτυπήματα, μαγκώματα. Σε κάποιους λείπει δάχτυλο. Τόφαγε μακαράς, συρματόσκοινο, βίντσι. Απόμεινε χάμω ζεστό για λίγο. Η γάτα το μύρισε κι΄ έφυγε. Ο σκύλος του καραβιού το γνώρισε και τόγλειψε. Το σάρωσε το τζόβενο μαζί με τ΄άλλα σκουπίδια.
Σε δύσκολη, σε βαριά μανούβρα, έχω ακούσει πολλούς ναύτες την ώρα που ετοιμάζονται, να λένε σιγά τρίβοντας τα χέρια:
«Και τώρα σκίσου πάλι, Μαρία». Τ΄ όνομα αλλάζει στο στόμα του καθενός. Γίνεται Ελένη, Θεοδώρα, Ελπίδα. Όπως λένε τη μάνα τους. Κείνη τη στιγμή πονάνε δυο: Η μάνα και το παιδί. Η μάνα περισσότερο. Πονάει διπλά κι΄ ας είναι μακριά. Είναι μια δεύτερη γέννηση, δεμένη από μια κλωστή με το θάνατο.
Όταν το καράβι φουντάρει όξω από λιμάνι, σε πιάτσα, σε ποτάμι, κάθονται πάνω στ΄αμπάρια και πλέκουνε σαλαμάστρα, [1] με τρία, πέντε, εννιά σφιλάτσα [2]. Άλλοτε πλέκουν μποτίλιες γύρω-γύρω και κατόπι τις βάφουν. Αγαπάνε τα χρώματα. Ο λοστρόμος τ΄ανακατεύει και βρίσκει την τίντα. [3] Πριν μπογιατίσουν, παίζουν με δαύτα. Ζωγραφίζουνε κάτι για να γουστάρουν. Όσο και να πλυθούνε, μυρίζουνε πάντοτε μια ταγκή μυρωδιά ψαρόλαδου, σκουριάς ή από το φαρμάκι που λέγεται τσιρτσιμούρτσι. [4] Η μυρωδιά που αγαπάνε οι πόρνες κι΄ οι μανάδες των θαλασσινών.
Όταν δείτε σε καμιάν εξοχή έναν άνθρωπο νάναι ακουμπισμένος με την πλάτη σ΄ έναν τοίχο και να καπνίζει ή να παίζει το κομπολόι του, είναι ναυτικός πούχει πάρει τη σύνταξή του. Έχει πιάσει, καθώς λένε, αγκωνάρι.

[1] Είδος σκοινιού, [2] Νήματα, [3] Τόνος, απόχρωση, [4] Καυστική σόδα

 
Πηγή: “Βάρδια”/Εκδ.  Α. Καραβίας, 1954