Scroll Top

Το έργο τέχνης πρέπει να πατά με το ένα πόδι γερά στην εποχή του, πρέπει ταυτόγχρονα και να την υπερβαίνει – Του Παναγιώτη Νικολαΐδη

Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του ποιητή στην κοινωνία;/Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή του κορωνοϊού, έχει ιδιαίτερο ρόλο η ποίηση;

Η θέση του ποιητή στην κοινωνία, παρά το γεγονός ότι από την πλευρά των δημιουργών ήταν και είναι σταθερή και αδιαπραγμάτευτη, εντούτοις δεν έχει για όλους τους ποιητές τα ίδια χαρακτηριστικά ή το ίδιο περιεχόμενο. Καταρχάς η θέση του ποιητή στην κοινωνία δεν ήταν η ίδια σε όλες τις εποχές. Άλλη θέση στην κοινωνία είχε ο ποιητής στην αρχαία Αθήνα, άλλη στην Αναγέννηση και άλλη στον Ρομαντισμό. Αλλά ακόμη και ποιητές της ίδιας γραμματολογικής περιόδου δεν φαίνεται να συμφωνούν απόλυτα σχετικά με το θέμα. Για παράδειγμα διαφορετική άποψη είχε για τη θέση του ποιητή στην κοινωνία ο Σεφέρης από τον Τσάτσο, ο Ρίτσος από τον Σεφέρη ή ο Εμπειρίκος κι από τους τρεις. Διαφορετική άποψη, επίσης, πρεσβεύει η κοινωνική-στρατευμένη ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και διαφορετική η υπαρξιακή. Έτσι, ενώ η μόνη σταθερά της εξίσωσης παραμένει διαχρονικά η αναζήτηση μιας περίοπτης θέσης για τον ποιητή στην κοινωνία (ακόμη και στη δική μας που το αναγνωστικό κοινό της ποίησης έχει σχεδόν εκλείψει), το περιεχόμενο ή τα χαρακτηριστικά αυτής της θέσης δεν είναι για όλους τα ίδια, καθώς συνδέονται άρρηκτα με ένα πολύ σημαντικό για τον ποιητή αντιφατικό ζήτημα: αφενός την προστασία της ελευθερίας του ως δημιουργού και αφετέρου τη θέση του ως σεβαστού και αναγνωρίσιμου πολιτιστικού φορέα μέσα στην κοινωνία.

Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι η πιο πάνω αντίφαση εδράζεται στην καρδιά της ίδιας της ποιητικής πράξης. Κι αυτό γιατί το ίδιο το ποίημα γεννιέται μέσα στη μοναξιά του ποιητή και εκφράζει το βιωματικό του υπόστρωμα, αλλά ταυτόχρονα διεκδικεί το δικαίωμα να αναφέρεται είτε σε κοινωνικά, ιστορικά, εθνικά γεγονότα είτε σε συλλογικά, πανανθρώπινα θέματα. Επιπρόσθετα, ενώ, το έργο τέχνης πρέπει να πατά με το ένα πόδι γερά στην εποχή του, πρέπει ταυτόχρονα και να την υπερβαίνει, μεταδίδοντας διαχρονικά και οικουμενικά μηνύματα σε όλες τις εποχές. Οι αντιθέσεις αυτές, δημιουργούν αναπόφευκτα ένα είδος αλληθωρισμού, μια αντιφατική, πολλές φορές, οπτική του ποιητικού φαινομένου εν γένει, αλλά και του κοινωνικού ρόλου που πρέπει να έχει ο δημιουργός.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει, για παράδειγμα, να ερμηνεύσουμε τη σημαντικότατη αντίθεση του πρώιμου Σινόπουλου με τους σύγχρονούς του κοινωνικούς, στρατευμένους μεταπολεμικούς ποιητές, η οποία, έχει τις ρίζες της στη φράση του Auden «Είμαστε όλοι κληρωτοί της εποχής μας», την οποία, βέβαια, αναπτύσσει με υποδειγματικό τρόπο ο Σεφέρης στις Δοκιμές του. Και ο Σεφέρης και ο Σινόπουλος θεωρούν απαραίτητο και αναπόφευκτο τον βιολογικό, οργανικό δεσμό του ποιητή-καλλιτέχνη με την εποχή του, καθώς πιστεύουν ότι η λειτουργία αυτού του βιωματικού δεσμού με την κοινωνική πραγματικότητα φορτίζει γόνιμα τις λέξεις και κάνει ένα έργο τέχνης, ένα ποίημα, εν προκειμένω, να λάμπει και να ζωντανεύει μέσα στη νύχτα του χρόνου. Αντίθετα, η απουσία αυτού του βιολογικού δεσμού καθιστά, αναπόφευκτα, ένα ποίημα ανενεργό και αφυδατωμένο. Πρόκειται, δηλαδή, για μια συνειδητή καλλιτεχνική στάση, που αποσκοπεί στην πνευματική ανασύνθεση της καταλυτικής παρουσίας του βιώματος–εμπειρίας, με τρόπο που να αίρει τα στενά, υποκειμενικά-«καθ έκαστον», κατά τον Αριστοτέλη, πλαίσια και να στοχεύει στην αποκάλυψη των άχρονων, καθολικών-«Καθόλου» αξιών.

Παράλληλα, η οργανική σχέση του ποιητή με την εποχή του και με την ιστορία του αποτελεί δεσπόζουσα και της στρατευμένης, μεταπολεμικής ποίησης, η οποία, όμως, λειτουργεί σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο. Στο πλαίσιο αυτό, η δέσμευση του ποιητή με την εποχή του γίνεται αυστηρώς με ιδεολογικούς όρους και προϋποθέσεις, που αλλοιώνουν, σύμφωνα με τον Σινόπουλο, τη λειτουργία μιας άγρυπνης και, πρωτίστως, ελεύθερης ποιητικής συνείδησης, που στρέφεται ταυτόχρονα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο βάθος της ύπαρξης. Και για τούτο ο Σινόπουλος υποστηρίζει ότι ο καλλιτέχνης δεν πρέπει με κανένα τρόπο, να οδηγείται στην εκούσια στράτευση, υποδούλωση, με άλλα λόγια, της τέχνης του στην υπηρεσία οποιασδήποτε ιδεολογίας. Η στράτευση-υποδούλωση του καλλιτέχνη στις τρέχουσες ιδεολογίες και στη συγκαιρινή πολιτική πράξη, όπως αυτή προωθείται μέσα από τους πολιτικούς μηχανισμούς, προϋποθέτει αναπόφευκτα, σύμφωνα με τον Σεφέρη και τον Σινόπουλο, την απώλεια της ελευθερίας σκέψης και των επιλογών του καλλιτέχνη, γεγονός που μπορεί να αποβεί καταστροφικό για την ίδια την ποίηση, καθώς μπορεί να οδηγήσει μοιραία στη νόθευση της ποιητικής έκφρασης.

Κι όμως, παρά τις μοντερνιστικές, κατά βάση, θεωρητικές απόψεις που εξέφρασαν κατ’ επανάληψη τόσο ο Σεφέρης όσο και ο Σινόπουλος, ποιήματα-ογκόλιθοι εμπνευσμένα από την άμεση ιστορική πραγματικότητα είτε ποιήματα-σημαίες που δεν αποκρύβουν την ιδεολογική τοποθέτηση ή το τραυματικό βίωμα του δημιουργού τους έχουν σε όλες τις εποχές διακριθεί αισθητικά, επιτυγχάνοντας να υπερβούν την επιφανειακή επικαιρότητα. Για παράδειγμα οι Πέρσαι του Αισχύλου, η συλλογή Ημερολόγιον Καταστρώματος Γ΄ του Σεφέρη, ο Νεκρόδειπνος του Σινόπουλου, το ποίημα «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος» του Λειβαδίτη, αλλά και το συνθετικό ποίημα Αποχαιρετισμός του Γιάννη Ρίτσου, το οποίο ο ποιητής εμπνεύστηκε από τη θυσία του Γρηγόρη Αυξεντίου στις 3 Μαρτίου του 1957, διαβάζοντας το γεγονός στον ημερήσιο τύπο και το οποίο έγραψε πολύ σύντομα (μέχρι τις 25 Μαρτίου του 1957), σπεύδοντας να το εκδώσει προτού τον προλάβει άλλος, αποδεικνύουν, κατά την άποψή μου, ότι θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στη χάραξη διαχωριστικών γραμμών και ότι δεν πρέπει με κανένα τρόπο να είμαστε δογματικοί και απόλυτοι.

Τα πιο πάνω παραδείγματα, πάντως, θα πρέπει ίσως να μας κάνουν πιο υποψιασμένους προς το μοντερνιστικό κατά βάση αισθητικό αξιώμα της απόσβεσης της προσωπικότητας του καλλιτέχνη μέσω της έντονης μυθοποίησης και κρυπτογράφησης της εμπειρίας, αλλά και προς την εξίσου δογματική απόρριψη της στράτευσης της ποίησης σε οποιαδήποτε πολιτική τοποθέτηση ή ιδεολογία. Αυτό που μετρά κάθε φορά, νομίζω, είναι το έντονο βιωματικό υπόστρωμα, καθώς και η αισθητική μετουσίωσή του σε έργο τέχνης. Το «τι», αλλά κυρίως το «πώς», σύμφωνα με τον Κύπριο ποιητή Θεοδόση Νικολάου. Και με την άποψη αυτή απαντώ, νομίζω, και στο δεύτερό σας ερώτημα.

* Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1974 και εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Σαν ίαμβος καθρέφτης (Πλανόδιον, Αθήνα 2009, Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη)ˑΞενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν (Πλανόδιον, Αθήνα 2012)ˑ Οινοποίηση (ιδιωτική έκδοση, Κύπρος 2014)ˑ Παραλογή (Gutenberg, Αθήνα 2016)ˑ μαζί με τον Μιχάλη Παπαδόπουλο Μια στο λευκό και δυο στο μαύρο. Σονάτα για την αφαίρεση (Θράκα, Αθήνα 2017) και τέλος Η νύφη του Ιούλη (Σμίλη 2019). Έχει εκδώσει επίσης τη μελέτη Με λογισμό και μ’ όνειρο. Σκέψεις πάνω σε δύο ποιήματα και δύο δοκίμια του Θεοδόση Νικολάου, (Ακτίς, Κύπρος 2016), τη συναγωγή κριτικών κειμένωνΗ γενιά της κατοχής και της αφθονίας. 14 κριτικά κείμενα για τη σύγχρονη ποίηση στην Κύπρο μετά το ΄90 (Διόραμα, Κύπρος 2018), καθώς και τη μελέτη Έλενα Τουμαζή Ρεμπελίνα. Εισαγωγή στο έργο της (Διόραμα 2020).