Scroll Top

Σκέψεις για την ποιητική του Γιώργου Καλοζώη – Του Γιώργου Χριστοδουλίδη

Ο Γιώργος Καλοζώης ιδρύει μια πρωτότυπη ποιητική, η οποία εδράζεται στην παραληρηματική διαγωγή της έκφρασης και αναπόφευκτα απομακρύνεται από τη συνάντηση με άλλες ποιητικές φωνές της εποχής του, τολμώ να πω, και προγενέστερων καιρών. Μια ποιητική που, με την λαβυρινθώδη περιπλοκότητά της σε ύφος, περιεχόμενο και αισθητική αρτίωση, γνωστοποιεί ότι ο ποιητής ουδόλως ενδιαφέρεται να κατακτήσει τα εκφραστικά του μέσα, καθότι είναι βαθιά κυριευμένος από αυτά.

Οι μορφές που γεννά η ποίηση του Καλοζώη αποκτούν υπόσταση ανταποκρινόμενες προσφυώς στον όρο «γκροτέσκο» με την αρχική του σημασία, εκείνην της συμπαρουσίας ζωντανών, νεκρικών και ζωικών μορφών σε μια οικουμενική πρόσληψη. Η ποιητική ενσάρκωση αυτών των γκροτέσκων μορφών διατηρεί ακέραια την τραχιά, ακατέργαστη υφή της χειροποίητης εικόνισης του σύμπαντος κόσμου.

Η ποιητική του γλώσσα, μέσα στη βρωτή καρποφορία της, επιτυγχάνει να μετατρέπει την εμμονική επαναληπτικότητα των μοτίβων σε πλούτο – μια άλλη ποίηση, χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά, θα απέγραφε μονοδιάστατη χροιά- παρασέρνοντας συμβατικούς κανόνες γραφής, ανάγνωσης καθώς και σημεία στίξης.

Ο ποιητής δεν ξέρει και μάλλον δεν τον νοιάζει να γράψει αλλιώς, διότι ο τρόπος του καθορίζεται από τη ρωμαλεότητα της ουτοπίας του, η οποία φιλοδοξεί να ελέγξει και να περιλάβει την κινηματογραφικώς συναρμολογούμενη, ασύλληπτη ιδέα του όλου, με αφετηρία την ιδιόμορφη συμβίωση και σύμφυρση έμβιων και άβιων όντων, και ευκταία κατάληξη το ιδεατό συμπαγές σώμα.

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΕΧΡΙΜΠΑΡΙ


Τα χέρια των ποδιών μου
αλλά και τα πόδια των χεριών
μου δεν μπορούν να κινηθούν
ούτε η κνήμη του κεφαλιού
μου κι η χωρίστρα των γονάτων μου
είμαστε άνθρωποι που εγκλωβίστηκαν
μέσα στο κεχριμπάρι
δάκρυα μην κυλήσετε δεν έχετε πού
να πάτε
βλεφαρίδες δεν έχετε πού να πέσετε
σάλια δεν έχετε πού να τρέξετε
είμαστε οι απομονωμένοι άνθρωποι
μέσα στο κεχριμπάρι
κάποιοι από μας είναι με τα ρούχα
της δουλειάς και τις ανοιχτές
ομπρέλες άλλοι είναι γυμνοί την
ώρα που λύγιζαν το ένα πόδι για
να βγουν απ΄ την μπανιέρα
άλλοι την ώρα που κατέθεταν
στις τράπεζες τις επιταγές το χέρι
τους έμεινε για πάντα τεντωμένο προς
τον υπάλληλο
ακούστε με λοιπόν προσεκτικά
με τα νεύρα (όχι τους θυμούς)
με τα τύμπανα
(όχι τα μουσικά όργανα)
με τους κοχλίες (όχι τις βίδες)
με τους λαβύρινθους
(όχι τα κτήρια)
δεν επιλέξαμε αυτό το τέλος
όπως δεν επιλέξαμε την αρχή
κι οι πιο παρανοϊκοί που χτίζουν
γύρω από τα σπίτια και τους
εαυτούς τους τις πιο ψηλές
περιφράξεις συναγερμοί κάμερες
περιπολίες τη νύχτα από
σεκιουριτάδες
θα παρανοήσουν ακόμη περισσότερο
και το άγχος τους θα διαχυθεί
επινεμόμενη ψύχωση επειδή
οι άλλοι θα τους βλέπουν για πάντα
ορατοί και μέσα στο πιο σκοταδένιο
σκοτάδι
αυτοί που θα ΄ρθουν μπορεί να
γελάσουν να κοροϊδέψουν τους
ακίνητους επειδή θα κινούνται
ω ακινητοποιημένοι μη δώσετε
σημασία είστε οι κάτοικοι του Δία
κι ακόμη χειρότερα άλλων πλανητών
με μεγαλύτερη βαρύτητα
παρηγορηθείτε γιατί είστε τα
πρωτοξάδελφα των βραδυπόδων
είστε τα μεγάλα ποτάμια που
κουράστηκαν να ρέουν κι είπαν
να κυλήσουν πίσω
τη στιγμή της απόφασης ούτε
μπρος ούτε πίσω
είστε ακριβώς στη στιγμή που
η ψυχή δεν ήρθε σε σας αλλά
ούτε φεύγει από εσάς
το χρονοδιάστημα ανάμεσα στο
κάτι πριν αυτό προκύψει και στο
επόμενο ό,τι και να είναι αυτό
είστε μέσα στο κεχριμπάρι
όπως η λιβελούλα το κουνούπι
η μύγα
ω εσείς που κάποτε ήσασταν
απαρηγόρητοι παρηγορηθείτε
το τίποτα που θα ρθεί δεν μπορεί
να σας κατηγορήσει για τίποτα

Η πλαστικότητα των μορίων, εκδόσεις Φαρφουλάς 2019

 

Ένα τέτοιο εγχείρημα χρειάζεται ευρύτητα χώρου και, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να εμψυχωθεί μονάχα μέσα από μια πιο διαμετρική οπτική της ποίησης, την οποία έχει εξερευνήσει και ενσωματώσει καλά στο είναι του ο Καλοζώης.

Το ποιητικό σώμα τού πολυμορφικού «καλοζωϊκού» κόσμου άλλοτε βογκά, άλλοτε ουρλιάζει, άλλοτε στενάζει, άλλοτε διαλογίζεται, κι άλλοτε αγκομαχά με βρόγχους θανάτου, εξαντλημένο από το ίδιο το μέγεθος της ουτοπίας του, μα και την ανημποριά της ποιητικής τέχνης να το διατηρήσει εν ζωή, αφού το θεμέλιό του – η υπέρτατη αγάπη ως αποτέλεσμα ενός διαρκούς προσκλητηρίου για οριστική συνεύρεση ζωντανών και νεκρών, ανθρώπων και ζώων, φυτών και άψυχων πραγμάτων – συνιστά την απόλυτη εξωλογική πρόκληση.

Πόσο μάλλον όταν διαπιστώνει κανείς πως πρόκειται για ποίηση που δεν αρκείται στο να μένει ποίηση, αλλά σχεδόν νομοτελειακά φιλοδοξεί να πραγματωθεί σε ΖΩΗ, αντικαθιστώντας τις επαχθείς όψεις του διαχρονικού της συνώνυμου (της υπαρκτής ζωής, δηλαδή) όπως αυτό βιώνεται περίπου αναλλοίωτο στην ουσία του, με επουσιώδεις, κατά καιρούς, αισθητικές παραλλαγές.

Αυτό τον δρόμο, τον αναπόφευκτα «αντικοινωνικό» και δύσβατο, ακολουθεί ο Καλοζώης, για να οδηγηθεί και να μας οδηγήσει στη σύσταση του συναρπαστικού ποιητικού του σύμπαντος, το οποίο πυροδοτείται από ένα κρυστάλλινο, έμπλεο υπαρξιακής αγωνίας, οραματικό υπόβαθρο.

Η ΛΗΘΗ

Ήρθαν όλοι επειδή τους
κάλεσα
ο συνετός με τη σωφροσύνη του
ο επιπόλαιος με τη βιασύνη του
ο προφήτης με το βουνό και
την εκκλησία του
ο ξυλουργός με τα πανύψηλα
δάση του
ο γλωσσολόγος με τα φωνήματα
τα μορφήματα και τους δεκάδες
φθόγγους του
ο τσοπάνος με το κοπάδι του
αργότερα θα διαχώριζε τους
αμνούς από τα ερίφια
με τους σκύλους του πριν να
διασταυρωθούν με τους λύκους
μπροστά απ’ αυτόν προηγούνταν
ο αποδιοπομπαίος τράγος του
τα μάλλινα ζεστά υφάσματα
ήρθαν κι η σπορά ήρθε
και τα χιλιάδες σπέρματα
και τα πουλιά με τα πετάγματά
τους και κάποια απ’ τα πουλιά
με την ανίατη γρίπη τους
ήρθαν κι οι νεκροί
με το κίτρινο χρώμα και τα
μυρμήγκια επάνω στο σώμα
τους κι αυτοί επειδή είχαν
καιρό να μιλήσουν ήταν οι πιο
κοινωνικοί
ήθελα να τους αγκαλιάσω
αλλά ήταν τόσοι πολλοί άλλοι
συνοδεύονταν απ’ τις αρρώστιες τους
άλλοι από τους δολοφόνους τους
κι η κυρία πληρότητα ήρθε
και η φίλη της η κενότητα
κι αφού μαζεύτηκαν όλοι
η ομοιότητα κι η διαφορετικότητα
φάγαμε ουρανό και γη
ήπιαμε απόσταγμα γνώσης
καπνίσαμε πίπες και καμινάδες
τζάκια και σόμπες
Ύστερα τους κέρασα
μελίσσια
χωρίς τις ιπτάμενες μέλισσες
ύστερα αφού πέρασε η
πρώτη αμηχανία
χορέψαμε με τις θύελλες και
τις καταιγίδες απ’ όλους η
θάλασσα ήταν η πιο κινητική
ύστερα τα νέφη κι οι γρήγοροι
ποταμοί τα στάσιμα νερά
ήταν συνέχεια καθισμένα
χόρεψα μ’ αυτήν που δεν
τη χόρευε κανείς με την
ασκήμια όλοι μα όλοι
φλέρταραν την ομορφιά
πρώτοι και καλύτεροι οι
πυλώνες που πηγαινοφέρνουν το
ρεύμα ενώ το χώρο
φωτορύθμιζαν οι κεραυνοί κι οι
αστραπές κι οι δυνατές
βροντές καθόριζαν την ένταση
του ήχου
Μόνο αυτή που αγαπούσα
δεν ήρθε αυτής που το
πρόσωπο ξεχνούσα σιγά σιγά
θυμόμουν τις συμπεριφορές της
τους τρόπους της όλα που ζήσαμε
μαζί τα θυμόμουν τα μούρα
με τα οποία έβαφε το στόμα της
τα μεγάλα αφρούγια αμύγδαλα
ίδια με τα μάτια της
τα σκουλαρίκια της που κρέμονταν
όπως τα τσαμπιά απ’ τα κλήματα
Μόνο αυτή που αγαπούσα
έλειπε αρκεί να τη θυμόμουν
καλύτερα και θα ‘ρχόταν
όμως οι πίνακές μου
είχαν εξασθενήσει οι πίνακες μου
οι μνημοτεχνικοί
η λήθη είχε ζώσει με στέμμα
λησμονιάς το ψηλό βουνό της
αγάπης που δύσκολα αποφασίζεις
να το ανέβεις άμα το έχεις
για κάποιον λόγο κατεβεί

Η κλίση του ρήματος, εκδόσεις Φαρφουλάς 2009

 

Στην πραγματικότητα, ο Καλοζώης ένα ποίημα γράφει, ένα ποίημα επεξεργάζεται. Μέσα από την ογκώδη σε έκταση, εμβληματική σε ένταση και έκσταση, και εξελικτικά τερατώδη -όπως ο ίδιος παραδέχεται- ποιητική του, μας παραδίδει έργο εμβληματικό. Το ίδιο το έργο είναι συνάμα εκφοβιστικά προφητικό, αφού χωρίς ποτέ να το εκφέρει ευθέως, η κάθε οντολογική του σύζευξη αποτελεί προειδοποίηση για το τέλος της συνομοταξίας μας, ενόσω αυτή θα συνεχίσει να παραγνωρίζει την υπέρτατη αξία των πιο αγνών και αμόλυντών της εκδοχών.

Μας παραδίδει ένα έργο που, ενώ προμηνύει το παράδοξο της ύπαρξης ως φλεγόμενης βάτου, αφλέκτως καιομένης, υψώνεται πυρίμαχο ως φορέας της πιο οικουμενικής ουτοπίας και ευεργετείται από το άφθονο σε θαυματουργό νερό αντλιοστάσιό του, από εγγενή και επίκτητα υδροφόρα στρώματα, ώστε να αποτρέπει την αυτανάφλεξη και θριαμβευτικά να αυτοδιασώζεται, εσαεί πυριφλεγές.