Γράφει ο Ευάγγελος Αυδίκος
Έως θανάτου περίλυπος
Σταμάτησε το αυτοκίνητο σ’ ένα πλαϊνό δρόμο. Την ημέρα που μαζεύτηκαν για το μνημείο των παιδιών, ήταν η τελευταία φορά που βρέθηκε μπροστά από τον σταθμό. Παλιότερα, διάλεγε το τρένο. Του άρεσε να ταξιδεύει στην Αθήνα , το μάτι και το μυαλό του γαλήνευαν, άφηνε πίσω τις έγνοιες της δουλειάς. Γινόταν μικρό παιδί, κόλλαγε το πρόσωπό του στο τζάμι, σαν χαλκομανία έμοιαζε. Θυμόταν την πρώτη φορά που μπήκε στο τρένο , με τον πατέρα του ήταν, τον τάραξε στις απορίες. Γιατί τα δέντρα τρέχουν αντίθετα από εμάς; Διαβάζω την εφημερίδα μου τώρα, έχω σοβαρότερη δουλειά, του απάντησε. Κι έτσι σώπαινε. Προσπαθούσε να βγάλει άκρη μόνος του, φοβόταν ότι το πρώτο ελαφρό χάιδεμα του κεφαλιού, θα γινόταν σφαλιάρα.
Δεν τον πείραξε η άγνοια του πατέρα, μπαμπάκια φύτευε, όλη τη μέρα στο χωράφι, στο σπίτι επέστρεφε το σουρούπωμα. Τον βόλευαν τα λίγα λόγια. Ρούφαγε τη σιωπή, τον έτρεφε. Του έδινε την ευκαιρία να πλάθει τον κόσμο όπως τον ήθελε. Το μούτρο στο γυαλί και τα μάτια του πάλευαν να χορτάσουν το θέαμα. Να προλάβει τα δέντρα, να τα μετρήσει και να φτιάξει τις δικές του ιστορίες. Δανείζονταν εκείνες απ’ τον κινηματογράφο και μ’ αυτές έκανε τις δικές του. Ο πατέρας του είχε μια μηχανή για προβολή ταινιών, όσες φορές κι αν τον ρώτησε πού τη βρήκε, δεν του έβγαλε κουβέντα. Μόνο μια φορά του ξέφυγε, είναι από Ιταλία, όταν προσπαθούσε να διαβάσει τη λέξη cinema που είχε πάνω της. Κάθε Κυριακή πρωί, μετά την απόλυση της λειτουργίας, γύρναγε στα χωριά κι έπαιζε ταινίες. Στα καφενεία. Θυμάται «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο». Τρύπωσε ανάμεσα στα πόδια των αντρών και κούρνιασε σε μία γωνία. Πόσο ζήλευε τον Κούρκουλο που καθόταν ο άτιμος στο άλογο με στητό το κορμί. Αυτό το άλογο δανειζόταν όσο είχε κολλημένο το πρόσωπο στο τζάμι του τρένου. Έτρεχε δίπλα στις γραμμές, στον κάμπο του. Βάραγε τα καπούλια, να βάλει τα δυνατά του, να νικήσει το τρένο.
Αχάραγα πάρκαρε κοντά στον σταθμό. Όσο πλησίαζε στο κτήριο, φουρτούνιαζε η ψυχή, με δυσκολία κρατιόταν να μην μπουκάρει στα γραφεία, να τα κάνει λαμπόγιαλο. Κι έτσι έκανε κύκλο, είχε τον σταθμό στην πλάτη του, όταν μπήκε μες στις γραμμές.
Αχάραγα. Από μακριά ακούγεται το δεύτερο λάλημα του κόκορα. Το σκοτάδι ανακατεμένο με υγρασία. Κρυώνει, το ρίγος στην σπονδυλική του στήλη γίνεται πόνος, τρίβει τα χέρια του να ζεσταθεί. Όχι, φωνάζει. Η φωνή του παλεύει να τρυπήσει την πηχτή ομίχλη. Φύγε, ρε άνθρωπε από κει, θα σε πατήσει το τρένο, όπου νάναι θα περάσει, πας γυρεύοντας. Αλιά σ’ εκείνα τα παιδάκια που πήγαν άκλαυτα. Βγες από κει, άνθρωπέ μου, ακούω το κρουτς κρατς που κάνουν τα παπούτσια σου.
Προσπερνάει τον άνθρωπο, μάλλον τσομπάνος θα ήταν, τι γύρευε εκείνη την ώρα στον κάμπο; Ακούει μόνο τα κουδούνια, τα πρόβατα βρήκαν χορτάρια. Πώς μπορούν να έχουν έγνοια για φαγητό μέσα σε τέτοια μαυρίλα; Ο ίδιος δυο χρόνια τώρα ζει μέσα σε πηχτό σκοτάδι. Περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου. Μέρα που είναι, του έρχονται τα ξεχασμένα λόγια από την εποχή που ήταν τακτικός στο κατηχητικό, ο παππά Λάμπρος είχε να το λέει για το θυμητικό του.
Μεγάλη Πέμπτη. Ξύπνησε ξαφνιασμένος, του έγινε συνήθεια. Δυο χρόνια τώρα λαγοκοιμόταν, περίμενε τη Μαρία του. Το μωράκι του. Ερχόταν στο πρώτο λάλημα του κόκορα. Ήταν αυτή η επίσκεψη ό,τι του απέμεινε Η μάνα της σάλεψε, άδειασε από ζωή. Τα μάτια της κουμπότρυπες αθηλύκωτες.
Πόνεσε η πλάτη του σήμερα το πρωί, τον είχε πιάσει η Μαρία γερά από το δεξί χέρι, δεν τον άφηνε σε χλωρό κλαρί. Ξύπνα , μπαμπούλη, η φωνή της τον γλύκανε, δεν άνοιγε τα μάτια, τον βόλευε αυτό. Το Μαράκι επέμενε. Ξύπνα , ντάντι, η προσταγή της. Μπήκε στο μυαλό, στην ψυχή του, σε κάθε κύτταρο του οργανισμού. Τρύπωσε στο μάτι, στον αμφιβληστροειδή χιτώνα κι από κει ξάπλωσε μες στο μυαλό του. Ίσα που άνοιξαν τα χείλη του σ’ ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο, τον γέμισε με ικανοποίηση η αίσθηση πως είχε μαζί την κόρη του. Τέτοια ώρα κάθε πρωί τρύπωνε στο κρεβάτι του μυαλού του. Ήταν μόνο οι δυο τους. Ένοιωθε τη ζεστασιά της ύπαρξής της. Όπως τότε που κατάφερνε να ξεφύγει από την προσοχή της μάνας της και ώσπου να βγάλει το Δημοτικό ερχόταν αθόρυβα από τη δική του μεριά κι αυτός σήκωνε την κουβέρτα και της έκανε χώρο να κοιμηθεί δίπλα του. Φρόντιζε να την στέλνει πίσω στο δικό της κρεβάτι, τα χαράματα, να μη σε πάρει είδηση η μαμά σου, χαθήκαμε, της έλεγε.
Τα δυο τελευταία χρόνια , μετά την πληγή που του άφησε το φευγιό της, το Μαράκι επέστρεψε στις παλιές συνήθειες. Τότε που μικρή κόλλαγε πάνω του. Τον ξύπναγε πρωί, έμπαινε πλέον στο μυαλό, η πόρτα ήταν ανοιχτή. Η μάνα της είχε παραλοΐσει. Από βραδύς της έδινε το στεντόν των πέντε κι αμέσως βυθιζόταν σ’ έναν ύπνο εφιαλτικό. Ο ίδιος αρνήθηκε να πάρει ηρεμιστικό. Ήθελε να περπατήσει την οδό του μαρτυρίου του. Το στεντόν θα του στερούσε την ευκαιρία να ξαναβρεθεί με την περιστέρα , τη μοναχοκόρη του.
Ξημέρωσε Μεγάλη Πέμπτη. Η Μαρία του ξαναμπήκε στον αμφιβληστροειδή. Ένοιωσε τα σκεπάσματα του μυαλού του να αναδεύονται. Όλα τα νεύρα τεντώθηκαν, ακούστηκε ο ήχος από το στρετσάρισμα των οργάνων. Το κεφάλι του έμοιαζε με κουδουνίστρα. Έκλεισε τα μάτια του ασυναίσθητα. Όμως ξανάνοιξαν, θυμήθηκε το πείσμα της όταν ήθελε να γίνει το δικό της. Η Μαρία τον καλούσε, με επίμονη κίνηση του σώματος, να τον ακολουθήσει. Δεν είχε χέρια, τα μάτια άδεια, το σώμα της σφαγμένο ζώο. Τρόμαξε, περισσότερο κι από εκείνη τη φορά που του παρέδωσαν το άσπρο φέρετρο, καρφωμένο. Απαγορευόταν να το ανοίξει. Ό,τι μπόρεσαν μάζεψαν, ένα δάχτυλο, μια τούφα μαλλιά, ένα παπούτσι, το τακούνι. Κι αυτά τα έμαθε από έναν πυροσβέστη, μη με κάψεις, να μείνει μεταξύ μας, τον ικέτεψε.
Συνεχίζει να περπατάει μέσα στις γραμμές. Πού πηγαίνει; Δεν μπορούσε να αφήσει τη μοναχοθυγατέρα του μοναχή , τέτοια μέρα. Την ένιωθε δίπλα του, σαν να διαπέρασε ηλεκτρισμός το αριστερό χέρι, δεν μπορούσε να το ελέγξει. Φοβήθηκε το εγκεφαλικό. Όχι, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Το μωράκι του περπατούσε δίπλα του, ένιωθε να του μεταδίδει μια ενέργεια , σαν εκείνη που διαπερνούσε το κορμί του , κάθε φορά που βολτάριζαν μαζί, κρατώντας το χέρι της.
Συνεχίζει να περπατάει μέσα στις γραμμές του τρένου. Έλα, σε περιμένω , μπαμπούλη. Ένας αέρας , σαν ανεμοστρόβιλος, τον ανάγκασε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Περίλυπη είναι η ψυχή μου έως θανάτου. Ο παππά Λάμπρος τα έκανε λιανά, να καταλαβαίνουν οι χωριανοί. Ήταν ο πρώτος που έπεσε πάνω σ’ αυτόν και τη γυναίκα του. Τότε που γύρισε ο κόσμος τους ανάποδα. Περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου. Διάλεξε τα λόγια που άρεσαν και στη Μαρία, ήταν το τελευταίο Πάσχα της, τη συνόδεψε στην εκκλησία. Περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου, επανέλαβε στην κηδεία ο παππά Λάμπρος. Θάνατος η ζωή του από εκείνη τη μέρα, που τηλεφώνησε η γυναίκα του στο καφενείο, τρέξε, το παιδί. Ένας σκουσμός και αμέσως θρήνος. Η τηλεόραση του καφενείου έδειχνε εικόνες από τα τρένα. Του κόπηκαν τα ήπατα. Η Μαρία , ψιθύρισε, κι αμέσως βγήκε τρέχοντας, έφτασε στο σπίτι με την ψυχή στο στόμα, χωρίς το αυτοκίνητο.
Συνεχίζει να περπατάει μέσα στις γραμμές. Έχει αφήσει τον πόνο να κάνει κουμάντο στην ψυχή και το μυαλό. Δεν αντέχει. Βγάζει το μπουφάν, άναψε. Φούντωσε ο θυμός, η ψύχρα περονιάζει το κορμί. Δεν μπορώ άλλο, παιδί μου. Πάρε με μαζί σου. Προπορεύεται, νομίζει, δεν τη βλέπει, πίσσα πηχτή.
Πετάχτηκε σαν ελατήριο από το κρεβάτι, δεν μπορούσε να χαλάσει το χατίρι της. Τέτοια μέρα, Μεγάλη Πέμπτη. Η γυναίκα του δεν μπόρεσε να αντέξει. Έμεινε μόνος, δεν θα τα παρατήσει. Βρίσκει το μπρίκι, ρίχνει καφέ και ζάχαρη, ούτε θυμάται πόσες κουταλιές έβαλε από κάθε είδος. Και τι σημασία είχε αυτό; Χρειαζόταν κάποια πράγματα, να γραπωθεί απ’ αυτές. Να τα επαναλαμβάνει. Ο πρωινός καφές ήταν κι αυτός ένα μπράτσο που τον στήριζε. Μαυροζούμι τελικά έγινε, πίνει μια γουλιά, τη βγάζει από τον λάρυγγα, δεν πρόλαβε να πάει παρακάτω.
Συνεχίζει να περπατάει μέσα στις γραμμές. Δεν ξέρει γιατί, όμως η μικρή του δεν συμπαθούσε το τρένο. Ταξίδεψε αρκετές φορές μαζί της. Ήταν χαρούμενη που πέτυχε στο Τμήμα Ψυχολογίας, στο Αριστοτέλειο, θα άνοιγε δικό της γραφείο όταν έπαιρνε το πτυχίο. Να απολαύσεις πρώτα τη φοιτητική ζωή, απέκτησες αυτή τη δυνατότητα, της απαντούσε. Για τα άλλα έχουμε καιρό.
Να απολαύσεις το ταξίδι με το τρένο, θα το λατρέψεις, είμαι βέβαιος. Δεν την έπειθε. Για να μην παιδεύεται, ταξίδεψε αρκετές φορές μαζί της. Πάρκαραν το αυτοκίνητο στους πλαϊνούς δρόμους, στον σταθμό της Λάρισας, κι από εκεί στη Θεσσαλονίκη. Πρώτα να βρούνε σπίτι, μετά να βγάλει από την ψυχή της τον φόβο. Έκοβε δύο εισιτήρια και όσο να φτάσουν, δεν την άφηνε σε χλωρό κλαρί. Της μιλούσε για τον παππού της, για την απροθυμία να απαντά στις ερωτήσεις του. Και μετά της ζητούσε να παίξουν. Χαλκομανία τα πρόσωπά τους στο τζάμι και το στοίχημα ήταν να περιγράψουν όσα έβλεπαν: δέντρα, αυτοκίνητα, καλλιέργειες, γεφύρια. Και όποιος έλεγε τα λιγότερα θα κερνούσε παγωτό ή ένα κανταΐφι που άρεσε και στους δύο. Απέναντι από το σταθμό είχε ένα μικρό ζαχαροπλαστείο. Την κατάφερε, ξεπέρασε την ανησυχία της μήπως το τρένο εκτροχιαστεί.
Στην πλάτη το σακίδιο και στα χέρια μια λαμπάδα μεγάλη, ίση με το μπόι της. Την έχει ακουμπήσει στον ώμο του. Λαχανιάζει. Η υγρασία τρυπάει το δέρμα. Μεγάλη Πέμπτη σήμερα. Θυμάται τη χαρά της Μαρίας που αυτή την ημέρα ξεκινούσε η οικογενειακή προετοιμασία για το Πάσχα. Από μικρό παιδί παρακολουθούσαν μαζί την ακολουθία των παθών. Τα μάγουλά της πυρώνονταν από την προσμονή των επόμενων ημερών. Από εκείνη την ημέρα που άνοιξαν οι πύλες της κόλασης, είναι σταυρωμένος, δυο χρόνια τώρα. Κάθε μέρα, κάθε πρωί που ξυπνάει και κάθε βράδυ που αφήνει το σαρκίο του να ξεκουραστεί, είναι Μεγάλη Πέμπτη, χωρίς την προσδοκία μιας Ανάστασης. Τον μάλωσε ο παππά Λάμπρος, δεν είναι χριστιανική η συμπεριφορά σου, υπάρχει και ο παράδεισος. Άλαλα τα χείλη μου, του απαντούσε.
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ψέλνει ξανά και ξανά τη φράση. Υψώνει την ένταση της φωνής, μπερδεύεται με ακατάληπτα λόγια. Επί διετία κρεμάμαι επί ξύλου με ακάνθινον στέφανον εις την κεφαλήν, ψιθυρίζει. Γι’ αυτόν η εβδομάδα των παθών σταματάει τη Μεγάλη Πέμπτη. Νιώθει εσταυρωμένος στο δικό του Όρος των Ελαιών, στον κάμπο του , εκεί που μαγευόταν να τρέχει καβάλα στο άλογο του Κούρκουλου κυνηγώντας τα όνειρά του, που βιαζόταν να τα πιάσει.
Κάθε βδομάδα ανεβαίνει τον δικό του γολγοθά. Από τον σταθμό ως εκεί που σταμάτησε να ονειρεύεται. Στην πλαγιά της σιδηροδρομικής γραμμής, που ποτίστηκε με το αίμα της Μαρίας. Και των άλλων παιδιών. Εκεί στήθηκαν οι σταυροί για όσους έμειναν πίσω. Αρνείται να ακούσει τις συμβουλές. Δεν γυρίζουν τα παιδιά, ήταν η κακιά η ώρα. Όχι βροντερό απαντούσε σε όσους τον παρηγορούσαν. Θέλω να ξέρω τι συνέβη. Αυτό του ζητάει η Μαρία, κάθε πρωί που τρυπώνει στο μυαλό του. Δεν μπορεί να την προδώσει. Αυτή η σκέψη του δίνει δύναμη, να σταθεί όρθιος.
Συνεχίζει στις γραμμές, σαν να σπάει λίγο η μαυρίλα. Φωνάζει τη Μαρία, πού χάθηκε, δεν νιώθει το χέρι της στο δικό του. Του απαντούν τα τσοπανόσκυλα. Είναι μόνος. Ψαχουλεύει το πρόσωπό του, αποφεύγει δυο χρόνια τον καθρέφτη, τον σκέπασε με σεντόνι από εκείνη την ημέρα. Όχι, δεν θέλει να τιμωρήσει τον εαυτό του. Αυτό απάντησε στον ψυχίατρο που τον επισκέφτηκε στο σπίτι. Είδε τα γδαρσίματα στο πρόσωπό του, σαν να έσερνε κάποιος στο σώμα του αγκάθια. Το πρόσωπό του έχει χαρακιές, από νύχια είναι, από τα δικά σας νύχια, επέμενε ο ψυχίατρος, μην αυτομαστιγώνεστε. Αγόρασε γάντια και τα φορούσε στον ύπνο, το πρωί τα έβρισκε πεταμένα στο πάτωμα, στη δική του πλευρά. Σαν αυλακωμένο είναι το πρόσωπό σας. Χαρακιές από επάνω έως κάτω στο πηγούνι και στον λαιμό. Μην τιμωρείτε τον εαυτό σας, επέμενε ο ψυχίατρος. Ένα πρωί ξύπνησε με ματωμένο βλέφαρο. Το αίμα, οι σταγόνες γέμισαν το μάτι. Το σταμάτησε. Ως εκεί. Μπορεί να με θεωρείτε τρελό, όμως είναι ο μόνος τρόπος να νιώθω τον πόνο της Μαρίας μου. Που σε λίγη ώρα εξαϋλώθηκε. Η σταθερή του απάντηση.
Φωνάζει τη Μαρία. Θέλει να νιώσει σε κάθε κύτταρο του σώματός του τον συγκλονισμό. Τη δική του ευθύνη που πίστεψε τα στρογγυλεμένα λόγια. Την αφέλειά του που εμπιστεύτηκε το μοναχοπαίδι του σε άνιωθους.
Μαράκι , θυγατέρα μου, forgive me, ήταν ο τρόπος σου να με φέρνεις τούμπα, κάθε φορά που έκανες σκανταλιά. Ήρθε η σειρά μου να σου πω τη φράση. Μόνο που εσύ με κοίταζες βαθιά στα μάτια , την ώρα που μου ζητούσες να σε συγχωρήσω. Μάτια μου, ποια μάτια να κοιτάξω εγώ; Έχουν αδειάσει από ζωή. Δοκίμασα να έχω απέναντί μου τη φωτογραφία σου, εκείνη που μου έβγαλες τη γλώσσα και μετά ξέσπασες σε γέλια. Δεν θέλω να κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Αφαίρεσα όλες τις φωτογραφίες σου από παντού, έκρυψα τα λευκώματα. Δεν αντέχω το βλέμμα σου, γίνεται τρυπάνι.
Κρύος ιδρώτας τον λούζει, η υγρασία νοτίζει το κορμί του. Η Μαρία είναι δίπλα του, επέστρεψε. Τον νοιάζεται, αυτό είναι που μεγαλώνει το ρίγος στην σπονδυλική του στήλη. Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ και όλους τους νεκρούς παραδίδωσι. Ψέλνει το τροπάριο της ημέρας. Ψέλνει συνέχεια το απολυτίκιο της Μεγάλης Πέμπτης, βάζοντας και δικά του λόγια. Το αγγελούδι του οδηγήθηκε ως αμνοερίφιο στο σφαγείο. Σταυρώθηκε στο Όρος του Κάμπου, δίπλα στις γραμμές. Και οι Βαραβάδες αφέθηκαν ελεύθεροι. Η πληγή μεγαλώνει, ματώνουν τα σπλάχνα του.
Συνεχίζει να περπατάει μες στις γραμμές. Γκριζάρισε η μέρα. Δεξιά κι αριστερά ακούγονται ψίθυροι, παπούτσια που τσακίζουν κλαριά και θάμνους. Σταματάει. Σιωπηλοί πολλοί ομοιοπαθείς ανεβαίνουν τον γολγοθά του μαρτυρίου τους. Φτάνει εκεί που η η Μαρία του έγινε πυγολαμπίδα. Το αίμα της ράντισε το πρανές της σιδηροδρομικής γραμμής. Τόσο αίμα ξοδεμένο ύφανε τη σκάλα για να ανέβουν οι ψυχές των νεκρών στην καινούρια τους κατοικιά.
Στέκει μπροστά σ’ ένα σπάρτο, ξεσταχιασμένο. Εκεί εντόπισε ένα κομμάτι από το φουλάρι της, πολύν καιρό μετά, το παρέδωσε στους υπεύθυνους. Έψαξε σε όλα τα μαγαζιά να βρει ένα σαν κι αυτό. Και όταν το ξετρύπωσε, το έβαλε σε μία θήκη και το τοποθέτησε στη ρίζα του σπάρτου. Κάπου εδώ βρίσκεται και η Μαρία, νιώθει τον αέρα που φυσάει.
Όλοι οι συγγενείς αμίλητοι, σφίγγει ο ένας τον άλλο. Για μια στιγμή, νιώθει το αριστερό του χέρι ζεστό, είναι το μωράκι του. Αμέσως μετά σηκώνεται κουρνιαχτό. Αύριο το πρωί , Μαρία, θα ξανανταμώσουμε.