Scroll Top

«7 + 1 στιχουργοί για τον Ιανουάριο του 2021 στο Culture Book»

 Έξι απόφοιτοι του μεταπτυχιακού προγράμματος Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας (Κωνσταντίνος Κικής, Στέλλα Δαναβασίλη, Σοφία Γρηγορούδη, Αγγέλα Χατζηθωμά, Αριάδνη Δάντε – Έφη Σαμαρτζοπάνου, Θεοδώρα Μαραντίδου), μία βραβευμένη στιχουργός (Μιράντα Χρυσομάλλη) και ένας καθηγητής φυσικής, τέως Διευθυντής του Λυκείου της Ελληνογαλλικής Σχολής Καλαμαρί, (Σπύρος Μπαλτογιάννης) καταθέτουν την έμμετρη ποιητική τους ματιά. Στίχοι με θεματολογικές και υφολογικές συγκλίσεις και αποκλίσεις αλλά στίχοι καλογραμμένοι.

Να σημειώσουμε πως θεωρήσαμε υποχρέωσή μας (πώς αλλιώς άλλωστε όταν ομιλούμε για λογοτεχνία) να αποδεχτούμε τον τρόπο χρήσης των σημείων στίξης και των γραμματικοσυντακτικών κανόνων του κάθε συγγραφέα.

Καλή ανάγνωση!

Νάσκος Δημήτρης

Κωτόπουλος Η. Τριαντάφυλλος

 

Σοφία Γρηγορούδη

Χορός νοερός

Οι εντολές, στενές στολές, με στοιχειώνουν
Και το κορμί, μισή ροή, απέχει πρώτο.
Είναι που δέχεται η βούληση το τέλος
Ή μήπως ψάχνει στα τυφλά για ένα βέλος;

Παλιές στροφές πέφτουν νεκρές και με πληγώνουν
Μα το δικό σου το μονάκριβο το χνώτο
Είναι που μπαίνει στο χορό με αφθονία
Και γυροφέρνει τη δική μου απορία.

Πάνω που σκέφτομαι το άγαλμα και πιάνω
Να το στολίσω στο αχόρδιστό μου πιάνο
Ακούω ήχους που μελέτησε η φύση
Κι αυτή ποτέ δε σταματά να με εκπλήσσει .

“Καλή κλωτσιά στο αγέλαστο σου σφάλμα
Καλή σπρωξιά στο αγέννητο το θαύμα
Καλή σοδειά με όσα θα θελήσεις
Καλή χρονιά ζωή να δημιουργήσεις.”

Σκιά του ’21

Σκιά που κλέφτικα γεμίζει την πλατεία
Η μοναξιά επιζητεί τη φασαρία
Σαν το παιδί κρατά ζεστή την πονηράδα
Ζήτω η άπιαστη, ελεύθερη μονάδα!

Στην κιβωτό σου δεν υπάρχει σωτηρία
Την πόρτα ανοίγει στη μεγάλη τρικυμία
Τους γέρους βγάζει με το ζόρι απ’ τη φωλιά τους
Και τους ζητά να λοιδορήσουν τα παιδιά τους.

Καλό δεν έφερε καλό δε θα χαρίσει
Μα πάλι πίσω στην καρδιά σου θα γυρίσει.
Όσοι δεν μίλησαν πολλά είχαν να πούνε
Και τους κρυμμένους θησαυρούς να μοιραστούνε.

Να δεις αν έμαθαν τα μάτια να αγαπάνε
Αν τα βαπόρια της ψυχής σου τραγουδάνε
Ζεστή να πιάσεις τη γιαγιά σου την Ελλάδα
Να της προσφέρεις δροσερή πορτοκαλάδα.

§

 

Στέλλα Δαναβασίλη

Φθηνές διαδρομές

Άδεια πόλη η μορφή σου στο μυαλό μου
Σαν σκιά που σβήνει ο δρόμος ξαφνικά
Σε μια χούφτα τα όνειρά μου πια χωράνε
Δες τη νύχτα πώς τρυπώνει μυστικά.

Φέιγ βολάν στις πλάκες κάτω πατημένα
Και τα φώτα στα στενά είναι σβηστά
Ποιου αιώνα αμαρτωλά απωθημένα
Λασπωμένα γίναν διαφημιστικά.

Δεν μπορώ να τους ακούω άλλο δεν θέλω
Στους βωμούς τους οι στιγμές μου αιμορραγούν
Για όσα ήρθαν κι όσα ζω δεν ξέρω αν φταίω
Τον αέρα μου τα μάτια τους τρυπούν.

Σε τραπέζια στρογγυλά στοιχηματίζουν
Κι εσύ χάνεσαι σε λέξεις τυπικές
Πόσο δυο φιλιά με αλήθεια να κοστίζουν
Στου μυαλού σου τις φθηνές διαδρομές;

Γέρνει η μέρα στου κορμιού σου την καμπύλη
Τα συνθήματα σωπάσαν βιαστικά
Κι ένα άγνωστο, μελωδικό τραγούδι
Μου θυμίζει πόση νιώθω μοναξιά.

Ρουλέτα στημένη

Πώς τα φέρνει η ζωή
Να μην είσαι εκεί
Τη στιγμή που το όνειρο τρέχει
Κι εσύ σ’ άδεια αγκαλιά
Να ζητάς ζεστασιά
Σαν σε στέγη παλιά που όλο βρέχει.

Πώς γυρνά ο καιρός
Πώς γερνά κι ο Θεός
Όταν σπάνε οι λυγμοί τη μορφή σου
Κι οι παλιάτσοι ζητούν
Στα παζάρια να βγουν
Για να παίξουν εκεί την τιμή σου.

Δεν τους έμαθες χθες
Τύχες είχες πολλές
Μα ο χρόνος τις είχε σημάδι
Τρέξε τώρα να δεις
Στην κορφή της γραμμής
Πόσο αργεί για να έρθει το βράδυ.

Πώς τα φέρνει η ζωή
Να γλεντά τα γιατί
Σ’ ένα πάρτι χωρίς καλεσμένους
Και εσύ στα κρυφά
Σε φεγγάρια διπλά
Να ξορκίζεις θεούς ξεχασμένους.

Πώς γυρνά ο καιρός
Ψεύτης είναι κι αυτός
Μια ζαριά σε ρουλέτα στημένη
Παραμύθι μισό
Με ιστορία μελό
Που δεν ξέρεις ποιο τέλος πηγαίνει.

§

 

Αριάδνη Δάντε – Έφη Σαμαρτζοπάνου

Ρεαλισμός

Μες στον καθρέφτη μια μορφή
Αγουροξυπνημένη
Ουλές, σημάδια από ακμή
Όψη ρυτιδιασμένη.
Σηκώθηκε από νωρίς
Στο κάτεργο να πάει
Όπου εκεί ολημερίς
Αφέντη προσκυνάει.

Παστώνει πούδρες και κραγιόν
Φουσκώνει τα αυλάκια
Στη χαίτη δένει παπιγιόν
Με δύο κορδελάκια.
Ανατολίτικη γραμμή
Στα βλέφαρα απλώνει
Μια γοητεία μυστική
Το βλέμμα φανερώνει.

Κινά ευθύς για τον πασά
Χωρίς ελπίδες να μασά
Πως στον τρανό εργοδότη
Θ’ αρέσει τούτη η στολή «;»
Που φόρεσε στην κεφαλή
Στον εαυτό προδότη.

Ρομαντισμός

Απέθεσε τη νυφική της προίκα
Στ’ ολάνθιστο το στρώμα που της γνέφει
Μα τι γλυκός ο πόθος που την τρέφει
Καλότυχη μου μοίρα που τη βρήκα.

Το δέρμα της αγγίζω και σωπαίνω
Θαρρείς παγώσαν όλες οι αισθήσεις.
Μα κει τρανές βογκούν οι παραισθήσεις
Στο σώμα της καθώς βαριανασαίνω

Κάθε φιλί της στο δικό μου στόμα
Ζωή μέσα στα στήθια μου γεννάει
Πάθος για το αύριο που ξημερώνει
Αγάπη μου, να σ’ έχω λίγο ακόμα
Και πιο πολύ όσο ο καιρός περνάει
Ο έρωτας για σένα θα φουντώνει.

§

 

Κωνσταντίνος Κικής

Τo Φί (Φ=1,618…)

Ξεκίνησε καμπύλη η γραμμή
Συνάντησε από τη μουσική
Μια τρίτη, πέμπτη, πρώτη, αρμονική
Της φύσης σταθερά και πρακτική

Τα μάτια σου βαθιά σαν τα κοιτώ
Με τούτη την μετρέσα τη γραφή
Να το φωνάζω θέλω τώρα εγώ
Του κόσμου τη μαγεία βγάζουν, Φι.

Το χέρι έσυρε και έγραψε
Την έλλειψη στη μέση να κοπεί
Διπλάσια κι αν βλέπω, σώπασε
Τον ρόλο παίρνει η χρυσή τομή.

Δεν βρήκα στόχο

Πήρα το όπλο, το ‘στρεψα στο στόχο μου επάνω
Και η μορφή σου έλαμψε στο κέντρο μαγικά
Σκανδάλη ναι δεν μπόρεσα αφόπλιση να κάνω
Τα χείλη σου μισόκλειστα γελούν ηδονικά

Ήθελα να ‘μουνα εκεί ανθούς για να μυρίζω
Που βγαίνουν απ’ τα χείλη σου όταν γλυκοφιλώ
Μα είμαι εδώ στο στόχο μου, δεν ξέρω τι οπλίζω
Υπομονή, καρτέρηση, λαχτάρα στο κενό.

Τι κι αν ο ήχος έφυγε και ήρθε πια κοντά σου
Και το μυαλό σου γέμισε μ ακούσματα πολλά
Η σφαίρα μου δεν μπόρεσε ν’ αγγίξει την καρδιά σου
Ίσως γιατί τα μάτια μου γεννήκανε θολά.

§

 

Θεοδώρα Μαραντίδου

Τέρας

Οστά προγόνων
Αρχαίων πόνων
Τινάζω τ’ άστρα
Καρδιά μου βάστα
Ζητώ αέρα
Με πνίγει η βέρα
Πέρα χαράζει
Μα εδώ βουλιάζει
Έδαφος πάνω
Καρδιά σε χάνω
Τι κι αν πεθαίνω;
Χάνω, μαθαίνω
Τώρα πια ξέρω
Όλα τα θέλω
Παίζω παιχνίδια
Πόρνης στολίδια
Ζητάω νερό
Μα κι αν το πιω
Οι φλέβες καίνε
Τα όνειρα φταίνε
Κι όταν χαράξει
Κάτι θ’ αλλάξει
Ό,τι αγαπώ
Φεύγει από ‘δω
Μίλα καθρέφτη
Μαρτύρα ψεύτη
Μνήμης ταξίδια
Τρέμω τα ίδια
Φύγε, μου λένε
Λέξεις που καίνε
Λίγος ο αέρας
Γεννά ένα τέρας
Που με δαγκώνει
Σαν με ζυγώνει
Αίμα το τρέφει
Κι αυτό μου γνέφει
Αίμα δικό μου
Βοή του δρόμου
Είμαι ο αέρας
Κι εσύ, το τέρας

Το στοίχημα

Περπατώ στο πλωτό μου το σπίτι
Με γλυκιά προσμονή δεκανίκι
Τι ζητάς και κοιτάς το ταβάνι;
Η αγάπη δεν άργησε, φτάνει

Κι αν ξανά στη ζωή κυνηγήσεις
Όσα θέλεις να πάρεις, να ζήσεις
Η ψυχή σου θα πρέπει ν’ απλώσει
Και τον κόσμο με χρώμα να ενώσει

Μα ο κόσμος για μένα δε φτάνει
Πέφτω κάτω, σηκώνομαι πάλι
Με μανία το κύμα αντικρίζω
Σκέψεις, λάθη και δάκρυα βυθίζω

Περπατώ με το βλέμμα στη δύση
Κι η γλυκιά προσμονή έχει ανθίσει
Ανατέλλουν της μοίρας μου πλάνα
Θα κερδίσω το στοίχημα, μάνα

§

 

Σπύρος Μπαλτογιάννης

Χαμένο κλειδί

Τα φιλιά αργοσβήνουν
Στα σεντόνια της νύχτας
Και μετά στα σκαλιά
Τα τακούνια σου αφήνουν
Τα σημάδια της ήττας
Και σπασμένα γυαλιά

Η ζωή μου βαγόνι
Σε δυο ράγες κελί
Με σπασμένο τιμόνι
Και χαμένο κλειδί
Όλα γίνονται σκόνη
Κι εσύ φεύγεις τρελή

Πάντα χάνει ο μόνος
Όταν ψάχνει τα χνάρια
Στο σπασμένο γυαλί
Ο γιατρός και ο πόνος
Στη σειρά παίζουν ζάρια
Το δικό σου φιλί

Απρίλης θα γίνω

Ασπρόμαυρες μέρες που σβήνει το φως
Τις τσέπες μου ψάχνω δυο κέρματα μόνο
Παλιός σαν αιώνας βαδίζω σκυφτός
Μισός, σαν χειμώνας το χιόνι μου στρώνω

Τις νύχτες τραβάω τον ίδιο λαχνό
Ξανά θα ανοίξω το άδειο σου δέμα
Τη μέρα ανεβαίνω στο ίδιο βουνό
Απρίλης θα γίνω να ζω μες το ψέμα

Η Άνοιξη φέτος δεν ήρθε ποτέ
Οι ώρες αλλάζουν κι εσύ μένεις ίδια
Μπροστά στον καθρέφτη φτωχέ εαυτέ
Βαδίζεις γι’ αλλού κι επιστρέφεις στα ίδια

§

 

Αγγέλα Χατζηθωμά

Ελπίδα

Μα τόσο τέλειος, λοιπόν;
Σε όλα καλός να ‘ναι;
Αλήθεια, ψέματα, γιαγιά…
Μ’ αυτόν περνώ πολύ καλά!

Στον δρόμο άλλαξαν πολλά.
Οι μάσκες πέφτανε σιγά.
Στο βάθος όλα πιο ρηχά
Το παραμύθι απ’ τη γιαγιά.

Μιζέριες δύο στη ζωή
Δυστύχημα να ‘ναι μαζί.
Μου κρύβεις φαίνεται το φως!
Και μαραζώνω μοναχός!

Από τις μάσκες τώρα πώς
Θα διακρίνουμε το φως;
Ανάσες κόβονται καθώς
Τον δρόμο παίρνουμε εμπρός!

Χωρίς ελπίδα, λίγο φως,
Πώς να βαδίσεις πες μου πώς;
Ποιον δρόμο να διαλέξεις;
Ποτέ μη βασιλέψεις!

Απομόνωση

Έρμη πόλη στολισμένη
Κορονοκυριευμένη!
Άνθρωποι βασανισμένοι.
Λάμπουν ψεύτικα οι θρόνοι.

Ο ιός απομονώνει.
Είτε έχεις ή δεν έχεις
Τούτο τ’ άγνωστο κακό.
Είν’ ο φόβος που σε λιώνει
Λίγο-λίγο σε τελειώνει
Τους χαλάει τον καιρό;

Θετικός όταν δεν είσαι
Κι άμα βγαίνεις θετικός,
Από φίλους κι άλλους πόσους
Γίνεσαι αρνητικός!

Στο ταξίδι το μεγάλο
Μόνος σου θα πορευθείς.
Τον Θεό θα έχεις μόνο
Για να παρηγορηθείς.

Ο ιός απομονώνει
Κόλαση που δεν τελειώνει.
Όλοι στη ζωή μας μόνοι.
Πώς θα πέσουνε οι θρόνοι;

§

 

Μιράντα Χρυσομάλλη

Γη

Πόσο μεγάλη είναι η γη ο Ερατοσθένης το’ χε βρει
Με ένα μικρό κοντάρι
Τον ήλιο είχε οδηγό που έσκυβε να πιει νερό
Στης Συήνης το πηγάδι

Πλήρωνε ανθρώπους να γυρνούν τα βήματά τους να μετρούν
Μέχρι την Αλεξάνδρεια
Μέγας να πούνε ή μικρός αν είναι ο κόσμος ο γνωστός
Που ζει μέσα στην άγνοια

Πόσο μεγάλη είναι η γη
Μεταβαλλόμενοι καιροί
Κανένας δεν μπορεί να πει

Μικρή που φαίνεται η γη μέσα στου όχλου την οργή
Το είπαν οι αρχαίοι
Με της θρησκείας το κερί, Παγανιστές και χριστιανοί
Με αδέρφια άνοιγαν χρέη

Της Υπατίας η κραυγή θα γλείφει κάθε μου πληγή
Όςα κι αν έρθουν χρόνια
Σάρκες τα όστρακα τρυπούν, του Άδη τη λήθη τιμωρούν
Να τη θυμάται αιώνια

Μικρή που φαίνεται η γη
Σαν σκοτεινιάζει η αυγή
Σα σκοτεινιάζει η ψυχή

Μεγάλη αν είναι η μικρή
Όσες φορές κι αν μετρηθεί
Ένας Θεός μπορεί να πει

Σώπα μιλάνε οι καιροί
Αφού δε μιλάς Εσύ

Φλόγες

Του έρωτά σου τη φωτιά μπήκα εγώ να σβήσω
Κι ήρθε του άνεμου στρατιά να με γυρίσει πίσω
Οι φλόγες μέχρι τα βουνά
Τόσο ψηλά ανεβαίναν

Σύννεφα μαζευτήκανε να δουν τι θ’ απογίνω
Στον θάνατό μου πίνανε κι αρχίζανε τον θρήνο
Οι φλόγες πάνω απ’ τα βουνά
Τόσο ψηλά πηγαίναν

Ώσπου η λύπη μ’ έβγαλε σ’ ένα φαράγγι άγριο
Βαριά η ανάσα μου έβγαινε απ’ τον καπνό τον άγιο
Οι φλόγες κρύψαν τα βουνά
Σαν το χαρτί τα καίγαν

Φονιάς αν είναι ο έρωτας δεν ξέρω να απαντήσω
Εγώ από αγάπη πέθανα και δεν γυρίζω πίσω
Οι φλόγες στάχτη τώρα πια
Και μοιρολόγια καίγαν

Πίνακας: Pablo Picasso – Clarinet and Violin