Scroll Top

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ

 ΑΠΟΚΟΜΙΔΗ ΚΑΙ ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ

ΡΟΥΦΙΑΝΟΥΣ ΓΑΤΟΥΣ

ΘΕΩΡΩΝΤΑΣ την ευθεία έναν πληγωμένο κύκλο
οι νύχτες εκείνες
-στο κάμα του Ιούνη-
διέλαθαν την αγωνία της θέωσης
παρότι οι εστίες τους σημειώθηκαν με χοντρή τριχιά
δύσκολη τζίβα, προϊόν της Θράκης,
ως σημεία πρότερης ή μεταγενέστερης ύπαρξης
κατά τον Ιεζεκιήλ[1]
εκεί
φαντάσματα της αγάπης και των πόθων του κορμιού
-από την λάβρα του έρωτα
ως ένα απλό κατούρημα-
ρίγησαν από νοσταλγία τα σαρκία της στάχτης
επτά χρόνια τουλάχιστον
στη γη ξεριζωμένα από τη μικραγάπη
για τούτο
ενώ με ξινόμαυρον οίνο
ξέπλεναν οι λάτρες τα οστά
και τα εναπόθεταν εντός της θήκης
έτριζαν εκείνα με κρότο κατά την επαφή
και λόγω τριβών
αλλά και με παράπονο
που το χάδι των χεριών ήταν από καιρό χαμένο
και τώρα επανακάμπτοντας
ανακαλούσαν την ηδονή
αλλά -και πάλι-
στερούνταν σάρκας.

Ουδείς ενεπλάκη συναισθηματικώς
δάκρυ δεν πύκνωσε
η καρδιά δε σφίχθηκε
τέλος την αγγαρεία διαδέχθηκε η αδιαφορία

δούλοι

με το στίγμα στα νεφρά
ή με καλπάζουσα αναιμία
πηγαινοέρχονταν χαλκόχρωμοι στ’ αγιάζι
με χαμηλωμένα βλέφαρα
φορτωμένοι
ενώ στο πανηγύρι
σήμαιναν έναρξη οι τσαμπούνες ταυτοχρόνως
με μια στριγκλιά το κάθε σούρουπο
και τα τύμπανα έκρουαν τεντωμένα οι αγωγιάτες
στην τσίκνα των αρνιών και των προβάτων’

από την άλλη, ασθμαίνουσα η νύχτα,
συνελάμβανε διαρκώς
τον προδότη Γάτο της Αμφίκλειας
ενέχυρο λάβαρο
και γραμμάτιο θνητής φθοράς
σταυρωμένον χιαστί
τρία μερόνυχτα εκτεθειμένον στις συνθήκες
και ποιο το τέλος;

το κρέας μύρισε,
μαλάκωσε,
κι η σάρκα έστυψε πιο υδαρής
το αίμα αραίωσε
κι οι σκύλοι ακόμα το αρνούνταν στη μουσούδα
αλλά το γλύφαν μαγκωμένοι
καθότι
ανελέητο το χέρι του λιμού
για της τροφής τον ζήτουλα
κι ο λύκος στον σκύλο
ήταν από αιώνες πια νεκρός.

Μ´ αυτά έληξε εκείνος ο μήνας των θυσιών
και της αποκομιδής των οστών
που εκκίνησε με θερινό ηλιοστάσιο για τους ρουφιάνους γάτους
οι γέροντες αποσύρθηκαν στις ρίζες τους
να ετοιμάσουν τις δικές τους κηδείες
έκαστος στο κονάκι του
με τις φαμίλιες υπό μάλης
καθησυχασμένοι
και πλήρεις ημερών.

Εκείνος ήταν ένας καιρός που τους ρουφιάνους
δεν τους προσκυνούσαν
-παρά τους σταύρωναν-
και που ο άνθρωπος
ζούσε τον θάνατο
όποτε τον έβρισκε
κι όχι σ´ όλη του τη ζωή._

Κ. Χ. Λουκόπουλος – 02/11/2013

(συλλογή Η Πτήση και το Χιόνι)

  1. [1] «τάδε λέγει Κύριος τοῖς ὀστέοις τούτοις· ἰδοὺ ἐγὼ φέρω ἐφ᾿ ὑμᾶς πνεῦμα ζωῆς καὶ δώσω ἐφ᾿ ὑμᾶς νεῦρα καὶ ἀνάξω ἐφ᾿ ὑμᾶς σάρκας, καὶ ἐκτενῶ ἐφ᾿ ὑμᾶς δέρμα καὶ δώσω πνεῦμά μου εἰς ὑμᾶς, καὶ ζήσεσθε· καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος. Καὶ ἐπροφήτευσα καθὼς ἐνετείλατό μοι. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐμὲ προφητεῦσαι καὶ ἰδοὺ σεισμός, καὶ προσήγαγε τὰ ὀστᾶ ἑκάτερον πρὸς τὴν ἁρμονίαν αὐτοῦ.»- Ιεζεκιήλ (κεφ. λζ’, 5-7)