Scroll Top

Αναστασία Ονουφρίου : ΄Οταν λέει άλφα…κλέβοντας απ΄τις λέξεις τους ανθρώπους τους – Παρουσίαση από την Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

 Όταν λέει άλφα, η Κύπρια ποιήτρια Αναστασία Ονουφρίου παρουσιάζει την πρώτη της ποιητική συλλογή, σαράντα συνολικά ποιήματα σε έξι μικρές ενότητες, στις οποίες πότε κοιτάζοντας βαθιά μέσα στον εαυτό της σε μια διαδικασία οδυνηρής ενδοσκόπησης πότε τοποθετώντας το ποιητικό υποκείμενο στο αστικό τοπίο του κοινωνικού περιβάλλοντος, κινείται ανάμεσα σε μνήμες, κόσμους ονειρικούς αλλά και ανάμεσα σε φίλους, συγγενείς, στίχους, σε μια «οχλοβοή του κόσμου» γενικότερα. Αν και στο πρώτο της βήμα, η Ονουφρίου δεν ολισθαίνει σε κοινοτοπίες, αντίθετα μας εκπλήσσει ευχάριστα με την πρωτότυπη εν πολλοίς έκφραση των ποιητικών της στοχασμών, χαράσσοντας από την αρχή μια ενδιαφέρουσα ποιητική ιδιοπροσωπία, με στίχους που αποπνέουν φρεσκάδα και τίθενται συνειδητά σε ρήξη με το τετριμμένο.
Η στοχαστική περιπλάνηση της ποιήτριας στον έσω και έξω κόσμο αποφέρει τους ποιητικούς καρπούς, αφού όπως ενδεικτικά σημειώνει στον πρώτο και τελευταίο στίχο του ποιήματος Άνθρωποι και Λέξεις «Μ’ αρέσει να μαζεύω απ’ τους ανθρώπους τις λέξεις τους…/Μ’ αρέσει να κλέβω απ’ τις λέξεις τους ανθρώπους τους.» Στο ενδιάμεσο η ποιήτρια έχει συνταξιδέψει με όσα έχει αποκομίσει, τα έχει επεξεργαστεί ως αισθητηριακά, κυρίως γλωσσικά δεδομένα και τα επιστρέφει πλέον ως λογοτεχνική, θα μπορούσε να πει κανείς, μεταγλώσσα μέσω της ποίησής της. «…κι ύστερα να τις δίνω πίσω σ’ αυτούς που τις ξεστόμισαν…» Η τέχνη συμβαίνει κάθε φορά που διαβάζουμε ένα ποίημα με εμπνευσμένη σύλληψη και με την ανάλογη καλλιέργεια της γλώσσας.
Στην εν λόγω συλλογή, κάθε φορά που η Ονουφρίου επιχειρεί με την τέχνη της την αποδόμηση σε επικρατούσες μορφές ποιητικού λόγου, προχωρεί σε συμπύκνωση και αφαιρετική διατύπωση μιας συγκεκριμένης νοηματικής σύλληψης σε κάθε ποίημα, διατηρώντας την καθαρότητα και τη σαφήνεια του λόγου. Ενδεικτική άλλωστε της προσέγγισής της στη συλλογή αποτελεί και η προμετωπίδα του βιβλίου με την άποψη περί ποίησης του Γάλλου φιλόσοφου Ζακ Ντερριντά, θεμελιωτή της αποδόμησης. Καταγράφει χαρακτηριστικά η Ονουφρίου από τον Ντερριντά: «Είμαι μια υπαγόρευση, προφέρει η ποίηση, αποστήθισέ με, καθαρόγραψέ με, γρηγόρεψε και περιφρούρα με, κοίτα με υπαγορευμένη κι υπαγόρευση μπροστά στα μάτια σου…»
     Στις έξι ενότητες της συλλογής τα ποιήματα περιστρέφονται γύρω από την απώλεια του έρωτα, τη φθορά, το πένθος, τον φόβο, τη μοναξιά, την κριτική και κοινωνική θεώρηση των πραγμάτων, καθώς κινούνται ενίοτε ανάμεσα στον λόγο και το παράλογο. Αναπτύσσεται, επίσης, και μία αντίληψη για απώλεια ελέγχου των καταστάσεων μέσα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αφού όλα πλάθονται ερήμην πλέον των ανθρώπων: «Μα όσο κι αν θέλω/τούτη την πλάση να την κάμω σαν εμένα/κι έτσι να την ποδηγετώ με το εγώ μου/πλάθεται μόνη της αυτή/χωρίς να με ρωτά και να με υπολογίζει.»
Παράλληλα μπορεί κανείς να εντοπίσει στη συλλογή,σε κρυπτικές αναφορές, το τραύμα που ανακαλύπτει συνεχώς μέσα της και γύρω της η γενιά που δεν έχει βιώσει την τουρκική εισβολή, αλλά καλείται να ζήσει με τις συνέπειές της: «Αντίκρισα φεγγάρια πιο μεγάλα, τυπωμένα σε βουνά /καθώς επέστρεφα στο σπίτι μου τις νύχτες». Έμμεση πιθανότατα αναφορά στη σημαία των Τούρκων, χαραγμένη και φωταγωγημένη στον Πενταδάχτυλο, η οποία μεγεθύνει τη νύχτα της πατρίδας και την ανασφάλεια των ανθρώπων που την κατοικούν.
Ο αναγνώστης οδηγείται με νοηματική αλληλουχία από ενότητα σε ενότητα, έτσι που να δημιουργείται ένας αδιόρατος θεματικός άξονας, ο οποίος φέρεται στο τέλος να λαμβάνει τη μορφή μιας κυκλικής αναπόλησης- νοητικής περιπλάνησης. Αρχικά έχουμε ένα «Ημιτελές εγχειρίδιο για έρωτες», με τον έρωτα πλέον να υπάρχει σαν μνήμη στη μοναξιά του ποιητικού υποκειμένου: «Ποιητή μου… ν’ ανθρωπομορφαστούν οι όψεις του αγριολούλουδου στους λάκκους των μαγούλων σου/να ζήσουμε να σε θυμάμαι.» Και όπου έρωντας, όπως εξηγεί η ποιήτρια στις Σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου, είναι το ενδημικό φυτό δίκταμο της Κρήτης, φυτό του οποίου τα άνθη είχαν σχετιστεί με τηνερωτική προσφορά. Στη συνέχεια ως «΄Ανθρωπος –Ταξιδευτής» η Ονουφρίου καταγράφει την ανάγκη της φυγής και του ταξιδιού, σε μια εξερεύνηση του κόσμου γύρω, των καταβολών και των υπομνήσεων: « …κι όλο με τις ελεγχτικές μου συμπεριφορές, ρωτώ σας/υπάρχει κοινωνία πριν από μένα; “Η περιπλάνηση τη φέρνει στην τρίτη ενότητα « Πίσω στο σπίτι», αλλά ο πόνος παραμένει σθεναρός:«…Θα μείνει μαζί μας ο πόνος/λούφαξε εδώ, όπου θέλει…».Με τη μοναξιά να εμπνέει τη στιχουργική εικονοποιία της ποιήτριας: « Η μοναξιά ενός ανθρώπου απόψε άναψε άξαφνα μια φρυκτωρία /στον κόσμο». Μια παρόρμηση πλέον για καταφυγή στις «Λέξεις» και στην ποίηση, οπότε προκύπτει η τέταρτη ενότητα της συλλογής. Χωρίς , όμως, το ποιητικό υποκείμενο να εκβιάζει τη δημιουργία. «…απλώνω λέξεις στα χαρτιά μου να κοιμούνται. Δεν θέλω να τις πάρω απ’ το χέρι/απ’ το λαιμό, απ’ τα μαλλιά ή από τ’ αγέρι/έτσι πετούν και τις αφήνω…». Στην πέμπτη ενότητα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Εσύ» η ποιήτρια συνθέτει μικρές ελεγείες για τον αγαπημένο πατέρα που έφυγε από καρκίνο, προκαλώντας συγκίνηση χωρίς περιττούς μελοδραματισμούς, με λιτό αλλά υποβλητικό στίχο: «Φίλοι, συγγενείς και αγέννητα εγγόνια, έξω από θαλάμους νοσοκομείων/διαβάζουν τα βιβλία που ήθελες πάντα να διαβάσεις/στέλνοντας με το περιστέρι ένα χαιρέτισμα.» Στην έκτη ενότητα, αν και πάλι « είναι ο φόβος που λυμαίνεται στιγμήν», το ποιητικό υποκείμενο δηλώνει «Εγώ εκεί έξω» ως θεματικό τίτλο, τοποθετώντας τις υπαρξιακές συντεταγμένες του: «Μ’ ακέραιες βολές των ματιών μου παρατηρώ τα πράγματα».
Με την πρώτη της αυτή παρουσία η Ονουφρίου, εκκινώντας από μια έκδηλη αυτοαναφορικότητα, κατορθώνει εν πολλοίς να δημιουργήσει μια ποίηση που να μπορεί να υπερβεί ένα συλλογικό αίσθημα έλλειψης και απώλειας. Ο λόγος της ωστόσο δεν είναι θρηνητικός. Παρά τη θλιμμένη του διάθεση κινείται με υποδόρια αισιοδοξία, δεν υιοθετεί μηδενιστικούς τετελεσμένους συλλογισμούς: «Εμμένοντας να βρίσκω πάντα τον χαμένο λυρισμό μου/ξυπνάω τα πρωινά μου εκεί όπου τελειώνουν οι νύχτες». Κι αλλού σημειώνει: «Φέγγουν ξανά οι δυνατές φωνούλες μέσα σου /όσο που λες θα ερωτευτώ κι ας μ’ έπνιξαν τα χρέη/σαν το πυρπολημένο το καράβι ενώ καιγότανε/ενώ καιγόταν κι έφεγγε κι αυτό μέσα στη νύχτα.» Η συλλογή ολοκληρώνεται, αφήνοντας να αιωρείται η εντύπωση πως λόγω της αντίληψης των άλλων μπορεί να διασώζεται και ό,τι δεν αποτυπώνεται ρητά: «Σαν αίσθηση φύγαμε/κάποιος μας κατάπιε κι εμάς/μας τηλεφώνησαν το βράδυ/μας είπαν δεν θα βγάλουμε τη νύχτα/όμως οι άλλοι το κατάλαβαν/σαν αίσθηση ό,τι είπαμε».
Στην πληθώρα των ποιητικών συλλογών που εκδίδονται κάθε χρόνο έχει ιδιαίτερη σημασία μια νέα, ενδιαφέρουσα ποιητική πρόταση, η οποία να θυμίζει πράγματα ήδη γνωστά, αλλά τοποθετώντας τα σε ποιητικό μονοπάτι που να φαντάζουν άγνωστα.
Με την πρώτη της συλλογή η Ονουφρίου καταθέτει ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα. Ο ιδιαίτερος τρόπος που επιλέγει και υφαίνει τις λέξεις της αφήνει πολλές υποσχέσεις για τη συνέχεια.

Αναστασία Ονουφρίου, “Όταν λέω άλφα”, Εκδόσεις Σαιξπηρικόν 2019