Tα κείμενα που απαρτίζουν την παρούσα έκδοση, όπως σημειώνει στην εισαγωγή του ο Αντώνης Μπαλασόπουλος, γράφτηκαν αρχικά στο ιστολόγιο «Through the Loophole» από το 2009 έως το 2010 και εκδόθηκαν, πρώτη φορά, εκτός εμπορίου από τις εκδόσεις Galerie Astra. Η τελική επιλογή των κειμένων είναι καθαρά προσωπική, ενώ η σειρά τους δεν ακολουθεί μία συγκεκριμένη θεματική, ώστε να δημιουργηθούν τα ανάλογα κεφάλαια ή ενότητες. Ο αναγνώστης ωστόσο θα διαπιστώσει ότι τα κείμενα συνδέονται με υπόγειους αρμούς: άλλοτε μέσα από μία συνειρμική αλυσίδα σημαινόντων και άλλοτε μέσα από μία κοινή θεματική που ξεδιπλώνεται είτε με επαγωγικό είτε με παραγωγικό τρόπο ή, κάποτε, και με περισσότερο ανοίκειους τρόπους, όπως μέσω της λειτουργικής οπτικοποίησης και της παιγνιώδους ερμηνείας ενός γράμματος (Υλισμός, Ύπνος), η οποία εν συνεχεία μπορεί να αναπτυχθεί και συνειρμικά κ.ο.κ.
Για να γίνει κατανοητή η λογική και η φύση του βιβλίου, ας αναφερθούμε στο πρώτο κείμενο «Όνομα», όπου ο Μπαλασόπουλος δίνει την πολύσημη ερμηνεία της λέξης «loophole»: παράθυρο στον νόμο που επιτρέπει τη νομότυπη παρανομία• προσωπική διέξοδος/ έξοδος κινδύνου από την αναδίπλωση στον εαυτό• το μάτι της βελόνας, συνδεδεμένο με τη λαϊκή εκδοχή της δεξιοτεχνίας της ραπτικής• ευαγγελική αναφορά στο Κατά Ματθαίον (19.24)[i] «[…] όχι γι’ αυτό που λέει, αλλά γι’ αυτό που θα μπορούσε να λέει. Πως η συλλογική λύτρωση έχει να κάνει με το να μάθεις πώς να περνάς από το μάτι της βελόνας […]» [45, Όνομα], πώς να μάθεις δηλαδή να ασκείσαι στην ανάγνωση της λεπτομέρειας που θα σε βοηθήσει να αντιμετωπίσεις ό,τι στέκεται απέναντί σου, για να καταλήξει, «όταν περάσεις την κλωστή, η βελόνα δεν τρυπάει μόνο. Αφήνει ίχνη στο πανί».
Είναι άραγε τα κείμενα του βιβλίου –για να συνοψίσουμε αυτή την εισαγωγή στον τίτλο του– ένα ίχνος προσωπικής γραφής, που αφενός λυτρώνει και κοινωνικοποιεί τον συγγραφέα μέσα από ένα «πέρασμα», μια «δοκιμασία», ενώ αφετέρου στοχεύει να διερευνήσει το μη ορατό, σχολιάζοντας νομότυπα και με τρόπο αιχμηρό τη θέση εκείνη που βρίσκεται με την πλευρά του αδύναμου (του φορέα ενός αναπαραγόμενου λόγου εξουσίας που τον συνθλίβει) και αποφεύγοντας –εκ παραλλήλου και εντέχνως– τον θρυμματισμό του συγγραφέα από τον όποιο αντίπαλο; Άραγε ο Μπαλασόπουλος δοκιμάζεται σε αυτά τα στοχαστικά μικροκείμενα ως αιχμηρός φορέας ιδεών; Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε: «Στα σαράντα μου, έφτασα να αποκτήσω μια σφεντόνα με την οποία κάνω κάποιες σκανδαλιές, σπάζοντας πότε-πότε κάνα παράθυρο. Ελπίζω όμως να ζήσω αρκετά. Στα εβδομήντα, μπορεί να έχω γίνει πραγματικά επικίνδυνος».
Τα κείμενα είναι σύντομα, κάποτε λειτουργούν διακειμενικά και παρουσιάζουν ποικιλία στο ύφος: εξομολογητικά/απολογητικά, επεξηγηματικά, αμιγώς δοκιμιακά, παραβολές, παραθέματα άλλων συγγραφέων είτε ως σχόλια είτε ως προμετωπίδες (Αισχύλου, Shelley, Ben Johnson, Σολωμού, Jacques Lacan, Walter Benjamin, G. K. Chesterton, Fredric Jameson, Καρλ Μαρξ), ενώ απαντούν επίσης κείμενα με χροιά λογοτεχνικότητας, και ιστορίες μπονζάι σε προσωπικό ημερολογιακό τόνο.
Είναι γραμμένα σε πρώτο, δεύτερο και τρίτο πρόσωπο, πράγμα που αποδεικνύει τη διάθεση του Μπαλασόπουλου σε σχέση με την ενδεδειγμένη, κατ’ αυτόν, απόσταση ανάμεσα στον ίδιον και τον κόσμο, όπως και τον τόπο της παρατήρησής του. «[…] Γιατί δεν τρέμω; Η φαινομενική αταραξία μου δεν είναι παρά συντονισμένη, σε όλο το κορμί, στο μυαλό και στα σωθικά μου, ταραχή. Στο μάτι του κυκλώνα, στην καρδιά της έκρηξης, όλα είναι έρημα. Βλέπει κανείς τα συντρίμμια να εκτινάσσονται με κίνηση αργή, μακριά του. Βρίσκεται ήδη ανάμεσα στα συντρίμμια κι ονειρεύεται» [63, Σοκ και δέος]. / «Εσύ είσαι αυτός που ονειρεύεται, εσύ αυτός που διακόπτει τ’ όνειρο μ’ έναν κουβά κρύο νερό» [139, Εσύ].Υπό την έννοια αυτή η κρίση που διατυπώνεται θα λέγαμε ότι είναι σφαιρική και υποκειμενικά αντικειμενική, εφόσον πραγματώνεται προς πάσα κατεύθυνση.
Θεματικές που τον απασχολούν: ο νόμος, οι εκφάνσεις του και η συμβολική λειτουργία του, η ανθρώπινη πλάνη και η ανοησία το χρήμα ως κινητήριος δύναμη, ως απόκτημα, ως δώρο, ως μέσο εξουσίας και καθυπόταξης, ως ντροπή και απώλεια ο χρόνος, η αλήθεια, η ευτυχία, η χαρά, το έθνος και το αληθές η αγάπη, η έλλειψη, η καταστροφή, ο ευνουχισμός το ύφος, η ελευθερία, η Ουτοπία, ο άνθρωπος ως αναλώσιμη πραγματικότητα οι στάσεις ζωής, η πολιτική, η θεωρία και η πράξη, η φιλοσοφία και το πολιτικό Πραγματικό η ιδιοκτησία, το πολιτικό κόμμα, η λειτουργία του και ο εκχυδαϊσμός των ΜΜΕ η απώλεια των σημείων αναφοράς, η ευγένεια και η ψευδής οικειότητα σε συνάρτηση με το χρήμα η προσαρμογή, η φυγή, ο θάνατος, η δικαίωση η αυτοσυνείδηση, η αυτοχειρία, η λειτουργία της γραφής.
Εκείνο, εν τέλει, που μπορούμε να συναγάγουμε, μέσα από αυτή την πλουραλιστική προσέγγιση του Μπαλασόπουλου και τους συνειρμικούς δρόμους της, είναι η διάθεσή του για την αποδόμηση εγκαθιδρυμένων και συντηρητικών πραγματικοτήτων που λαμβάνονται ως αξιώματα και, εν συνεχεία, η διάνοιξη ενός διαφορετικού τρόπου προσέγγισης. Με σαφήνεια και καθαρό στοχαστικό λόγο προχωρά στη διερεύνηση και κατάτμηση του ιδεολογικού πεδίου, τη διεύρυνση των εννοιών και της μετωνυμικής τους λειτουργίας. Η οπτική του λοξή, χειρουργική και σκωπτική, μεταφέρεται χωρίς δισταγμούς ή σοβαροφάνεια προς την αυτοσαρκαστική διάθεση και τον μελαγχολικό αυτοέλεγχο.
Αυτή η σφαιρική θέαση της αλληλεπίδρασης των ζευγών «εγώ-κόσμος» και «εγώ-εαυτός» συνιστά εγγύηση για τις προθέσεις του συγγραφέα, ο οποίος βλέπει, στα κείμενα αυτά, περισσότερο μια προσωπική άσκηση προσαρμογής στον παρόντα κόσμο διά μέσου της κατανόησής του παρά μια επιβολή άσκησης προς έναν μαθητή-αναγνώστη εκ μέρους ενός πανεπιστημιακού/ κυρίου ενός απόλυτου ακαδημαϊκού λόγου. Άλλωστε οι «θεοί» έχουν αυτοκτονήσει κατ’ εκείνον. «[…] Από εγκληματολογική άποψη, η αυτοκτονία ήταν πάντα το μοναδικό τέλειο έγκλημα, μιας και είναι το μόνο που εγγυάται ότι ο δράστης δεν θα συλληφθεί ποτέ. […] Όμως δεν μας έχει δοθεί το δικαίωμα να επιζητούμε την τελειότητα. Το δικαίωμα αυτό εκχωρήθηκε στους Θεούς, όχι γιατί οι άνθρωποι ήταν υπερβολικά αδύναμοι για να το διεκδικήσουν, αλλά επειδή ήταν αρκετά πανούργοι για να ξεφορτωθούν τους Θεούς με τον μόνο τρόπο που ήταν εφικτός: αναγκάζοντάς τους να αποδεχτούν την τελειότητά τους, τους ανάγκασαν, τον έναν μετά τον άλλον, να αυτοκτονήσουν» [174, Χαρακίρι].
Κι αυτή ακριβώς η θέση είναι που εντάσσει τα παρόντα κείμενα στη προσωπική «μυθολογία» του Μπαλασόπουλου, εγκιβωτίζοντάς τα σε ένα προσωπικό ύφος –αρχείο ελλειπτικών παρορμήσεων, διαβάζουμε στον υπότιτλο–, που γειτνιάζει με το ήθος των λογοτεχνικών του αναζητήσεων, απέχοντας πολύ από το επίπλαστο ύφος μιας σοβαροφανούς δοκιμιακής αυθεντίας. «Σάβανο!» ήταν η τελευταία λέξη που πρόφτασε να πει ο εργατικός μα τόσο ματαιοπονών συγγραφέας μας πριν τον καταπλακώσουν για πάντα τα γραπτά του» [175, Σελίδες].
[i]πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστιν κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ. [Kαι σας ξαναλέω: Eυκολότερο είναι να περάσει μία καμήλα από την τρύπα μιας βελόνας, παρά ένας πλούσιος να μπει μέσα στη βασιλεία τού Θεού}.
* Αντώνης Μπαλασόπουλος, Απ’ το μάτι της βελόνας – αρχείο ελλειπτικών παρορμήσεων, Ενάντια, 2022