Το Τζίντιλι του Δημήτρη Χριστόπουλου είναι ένα μυθιστόρημα «ανεμοστρόβιλος» ή για να είμαι πιο σαφής ένα μυθιστόρημα υψηλής ποιητικής τέχνης. Γιατί όσο δύσκολο είναι να αντιμετωπίσεις έναν ανεμοστρόβιλο, άλλο τόσο δυσεπίτευκτο είναι να συγγράψεις ένα έργο που να μυεί τον αναγνώστη στα μυστικά της απαιτητικής γραφής, της γραφής σου, και ταυτόχρονα να του κρατήσει αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Ο συγγραφέας μάς καταθέτει ένα έργο που πόρρω απέχει από τα άνευρα και αποϊδεολογικοποιημένα μυθιστορήματα, από αυτά δηλαδή που οι σύγχρονοι κριτικοί, μέρος και οι ίδιοι της συστημικής παθογένειας της εποχής μας, δεν τολμούν να ψέξουν ή να λοιδορήσουν. Γιατί αν δεν εναντιωθείς σθεναρά στο «κακό» πώς θα εκτιμήσεις το «καλό» πριν να είναι πολύ αργά; Ό,τι δηλαδή συμβαίνει μυθοπλαστικά και στο Τζίντιλι.
«Τζίντιλι» στα βλάχικα σημαίνει ανεμοστρόβιλος. Στη γλώσσα δηλαδή των ανθρώπων που καταπίεσαν την ταυτότητά τους και προφανώς η επιλογή μόνο τυχαία δεν είναι. Κι από εδώ ξεκινά η προσπάθεια του Χριστόπουλου για τη σύνθεση ενός μυθιστορήματος οικουμενικών διαστάσεων που μας προκαλεί να πάρουμε θέση και να αποτολμήσουμε απαντήσεις στα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα που διαχρονικά απασχολούν τον άνθρωπο. Εργαλείο του μια γλώσσα διαφορετική. Ένας μακροπερίοδος λόγος προϊδεάζει για το πολύ περισσότερο του επικαιρικού, του σύντομου, του εφήμερου. Επιχειρείται ουσιαστικά μια τοιχογραφία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας από το 1930 και μετά με διαρκείς πολιτικές και κοινωνικές αναφορές που συνταιριάζονται ευφάνταστα με τη λαϊκή θυμοσοφία. Συνύπαρξη γλωσσικών ποικιλιών που επιτρέπουν σε διαφορετικούς λόγους να αναδείξουν το ήθος, την κοινωνική τάξη και το αξιακό σύστημα των ηρώων μέσα από μια πολυφωνική μπαχτινική διαλογικότητα. Πραγματικά εντυπωσιακές οι περιγραφές εικόνων αποκάλυψης με τις οποίες ξεκινά το μυθιστόρημα και που επανέρχονται σε τακτική βάση από τις εμβόλιμες και προφητικές κουβέντες της Σόμαινας για να υπενθυμίσουν τη συντριβή της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Τα Σόθιψα, και η ευρύτερη περιοχή, ένα ευφυής αναγραμματισμός (με ελαφρά παραλλαγή) του ανεμογαμικού φυτού «άψινθος», είναι ο τόποςμέσω του οποίου αποπειράται ο συγγραφέας να εκφράσει τον ευρύτερο ελλαδικό, και όχι μόνο, χώρο. Μια μικρή κοινότητα κοντά στην Πτολεμαΐδα αναλαμβάνει κομβικό ρόλο ως συμπρωταγωνιστής των ηρώων, καθώς συνιστά τον χωροχρόνο που θα υποδεχτεί γεγονότα πανανθρώπινα. Την προσφυγιά, τον παγκόσμιο πόλεμο, τον εμφύλιο πόλεμο, την άναρχη και στρεβλή εκβιομηχάνιση, την οικολογική καταστροφή. Όπως μας πρωτοδίδαξαν οι σπουδαίοι Λατινοαμερικάνικοι πρόγονοί του, ο Χριστόπουλος φιλοδοξεί να μετουσιώσει το τοπικό σε υπερεθνικό. Να υφάνει το ιστορικό και το κοινωνικό μαζί με το υπαρξιακό και το ερωτικό. Να αναπαραστήσει την ερήμωση και την καταστροφή του περιβάλλοντος μαζί με τη σταδιακή αλλά αργή ωρίμαση της οικολογικής, άκρα πολιτικής, συνείδησης. Να θέσει ζητήματα νεοπλουτισμού, αλλοτρίωσης, αλλαγής του οικογενειακού μοντέλου στην μεταπολιτευτική ελληνική κοινωνία. Και μαστορικά τα καταφέρνει όλα. Ο έρωτας δεν απουσιάζει, αλλά μοιάζει εγκλωβισμένος και ανολοκλήρωτος, αδύναμος να υπερισχύσει των ανθρώπινων λαθών, των δεινών που καταλήγουν στο πένθος και τη θλίψη.
Ο συγκεκριμένος όμως τόπος στοιχειώνεται από Τζίντες, νεράιδες των βουνών, προαιώνιες δυνάμεις που αναλαμβάνουν μαζί με τον άνεμο τη διαρκή υπενθύμιση της ύβρεως που διαπράττεται απέναντι στη φύση και στον άνθρωπο, από τον ίδιο τον άνθρωπο. Είναι ο ιδιαίτερος τρόπος αυτός του συγγραφέα να πλαισιώσει τους αλλοτριωμένους ήρωές του με μύθους και ξωτικά, φόβους προαιώνιους, για να αναδείξει με φαινομενικά ανορθολογικά τρόπο, αλλά πρωτίστως λογοτεχνικό, τις αρετές και τις αδυναμίες τους. Με προεξάρχοντα τον αμφιλεγόμενο Γιάννο Τσεπέλη. Καλός και κακός, σκληρός και τρυφερός, αντιφατικός και σύνθετος, απρόβλεπτος. Και γύρω από αυτόν οι πρόγονοι και οι επίγονοί του. Ο Τσεπέλης θα διασταυρωθεί ιστορικά με την οικογένεια του πρόσφυγα από το Καρς, Βασίλειου Τσακιρίδη, τον άλλο, τον δεύτερο πόλο του μυθιστορήματος. Μέλη και των δύο οικογενειών θα σμιλευτούν δραματουργικά από τον Χριστόπουλο που με εμβόλιμες πρωτοπρόσωπες ιστορίες θα φωτίσει τις διακριτές φωνές τους και θα αποδώσει, συγγραφικά τουλάχιστον, μια δημοκρατία του λόγου. Το «φως» όμως που παράγεται από τον λιγνίτη δεν καταυγάζει τη δική τους ζωή και οι κατ’ επίφαση δημοκρατικοί θεσμοί που βιώνουν δεν θεραπεύουν τα ψυχικά τους τραύματα και δεν τους προσφέρουν μια ουσιαστική παραμυθία. Χαρακτήρες που θα σηκώσουν το βάρος της ιστορίας από τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα μέχρι τις μέρες μας και θα μας καθηλώσουν με τις συμπεριφορές και τις ψυχοπνευματικές τους αντιδράσεις.
Το Τζίντιλι εμπερικλείει όλα όσα πρέπουν σε ένα σημαντικό σύγχρονο έργο τέχνης. Γραφή απαιτητική και κοινωνικά διεκδικητική στεγάζει τις ορθές εμμονές του Χριστόπουλου κι αυτές με τη σειρά τους επικαθορίζουν τη λογοτεχνικότητα και την αλήθεια του μυθιστορήματός του. Για παράδειγμα ορισμένοι ήρωες από προηγούμενα έργα του Χριστόπουλου συναντώνται και εδώ, χωρίς όμως να υπονομεύουν την αυτοτέλεια του μυθιστορήματος. Ο μελετητής του μέλλοντος θα σκύψει προσεκτικά στον τρόπο γραφής του, θα το διακρίνει από την εμπορευματοποίηση και τον θόρυβο της διαφήμισης του καιρού του και θα αναγνωρίσει την προαγωγή της ποιητικής τέχνης που κομίζει. Και τότε θα δικαιωθεί με τον πλέον ευγενή και απόλυτο τρόπο η προσπάθεια του συγγραφέα να μας ενεργοποιήσει όχι μονάχα αναγνωστικά, αλλά να μας κάνει να αντιληφθούμε ότι η συνειδητοποίηση της ουσίας της ανθρώπινης φύσης και ύπαρξης είναι η μοναδική ελπίδα λύτρωσης από την ατομική αλαζονεία και του εκάστοτε γράφοντος.