Ένα είναι βέβαιο, η διανόηση είναι ερασιτεχνισμός Η διανόηση δεν μας μπλοφάρει πια. Εκείνοι κοιτούν εντός. Εμείς κοιτούμε εκτός. Είναι Ιησουίτες της χρησιμότητας. O αποφάνσεις ανήκουν στον Hugo Ball, γνωστού σε μάς από την ίδρυση του καλλιτεχνικού κινήματος Dada (Ζυρίχη, Cabaret Voltaire, 1916). Πρόκειται για ένα τμήμα από το πεζό “Das Carousselpferd Johann” (μετάφραση στα ελληνικά, Κατερίνα Λιάτζουρα), το οποίο δίνει και έναν ειδικό τόνο στο όλο κλίμα του περιοδικού diP generation.
Ως γνωστόν, αν και το Dada υπήρξε εγχείρημα προκλητικό και θορυβώδες, υποστηριχτής του τυχαίου και του χαοτικού, βαθύτερα μετέφερε ένα ισχυρό αίτημα: αυτό της γενικής αφύπνισης και την ανάγκη για νέα πράγματα στην τέχνη. Η αναφορά του ονόματός του και μόνο παράγει στις μέρες μας ανάλογες σκέψεις για το αδιέξοδο της σύγχρονης καλλιτεχνικής ζωής. Έχω την αίσθηση ότι ο ίδιος αυτός προβληματισμός έχει απασχολήσει όσους συμμετέχουν στο ανά χείρας περιοδικό.
Η περιοδική έκδοση diP generation (ετήσια ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου, η οποία μετράει πλέον πέντε συναπτά έτη), αποτελεί ένα παράδειγμα για το πώς μια παρέα λογοτεχνών μπορούν να συνυπάρξουν εκδοτικά, συντονισμένοι μέσα από μια κοινή αντίληψη για το τι είναι σύγχρονη γραφή. Πίσω από τη συστέγαση αυτή, βρίσκεται η συγγραφέας Ιφιγένεια Σιαφάκα, επιμελήτρια της έκδοσης και ψυχή του όλου εγχειρήματος. Έτσι, παρακολουθούμε στην παρούσα σύνοψη διάφορα εκφραστικά πεδία, τα οποία, αν και δεν αντλούν από το κλασσικό σχήμα της «παράδοσης», αξιοποιούν δοκιμασμένα είδη, όπως ο εξπρεσιονισμός και η μετα-υπερρεαλιστική δομή, με επιμέρους υλικά το χιούμορ, την παρωδία, την ειρωνεία, το παράδοξο, το παίγνιο. Κοινή καταγωγή όλων των κειμένων αποτελεί ο μέγας ιερουργός, το φαντασιακό, καθώς γίνεται ο καθρέφτης του ταραγμένου συλλογικού ψυχισμού μας.
Οι 12 συνεργάτες της παρούσας έκδοσης: Στέλλα Δούμου, Νιόβη Ιωάννου, Ολβία Παπαηλίου, Σοφία Περδίκη, Αντώνης Σαπουτζάκης, Ιφιγένεια Σιαφάκα, Δημήτρης Σουκούλης, Νίκος Σταμπάκης, Αθηνά Τιτάκη, Κατερίνα Λιάτζουρα (Ηugo Ball).
Σημειώνω ενδεικτικά δυο ποιήματα που μου άρεσαν:
ΣΤΕΛΛΑ ΔΟΥΜΟΥ/ ΚΑΡΔΙΕΣ ΑΛΟΓΩΝ
Κι εκεί που η νύχτα αρέσκεται στη σωστή ώρα
–σ’ εκείνη δηλαδή που χώνει στα σχήματα το δόντι της–
Φυτρώνει στον τοίχο ένα χερούλι
Και τότε η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς
Περνούν ζωηρά ασθενοφόρα
Μαζεύουν αυτούς με τα κάρβουνα στα χέρια
Και τα ληγμένα κόκαλα
Τρένα ψυχρόαιμα δειπνούν ομίχλες
Κι ένα χιόνι άνευρο κυοφορεί μαύρους νάρκισσους
Εκεί και τότε είναι η στιγμή
Που λύνονται όλες μου οι απορίες
Ένα παιδί, σας λέω, με μάτια ιστορίας
Κάθεται οκλαδόν επάνω στο κεφάλι μου
Με διαβάζει ανυπεράσπιστη
Μου σπάει το σαγόνι από έρωτα
Έχοντας με τέχνη επινοήσει
Σε κάθε φράση σε κάθε ανάσα
Καρδιές αλόγων να βροντούν
Κι ευάλωτα λευκά μεσονυχτίου.
ΝΙΟΒΗ ΙΩΑΝΝΟΥ/ ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΛΕΠΙΑ
με ξένες μνήμες
ονειρεύτηκα
κόκκινα ψάρια
από άλλων τρικυμίες
πηδούσαν
απ’ το παράθυρο
όταν έσβηνε το φως
δεν είχαν δει καμιά θάλασσα
εκείνα τα ψάρια χτυπούσαν την ουρά τους
στο φεγγάρι του τοίχου
και τα μάτια μου
γέμιζαν λέπια
και σκέπαζαν τα πράγματα γύρω
σα να μην έμοιαζαν
σα να μην ήταν
δικά μου
ποτέ
To Dada όμως έχει εμπνεύσει και τη συγγραφέα Ιφιγένεια Σιαφάκα, όπως βλέπουμε στο παρακάτω απόσπασμα από το κείμενό της «Όταν μάς βρίσκει η πίεση-19», μια καλογραμμένη παρωδία με πολύ χιούμορ και έμμεσες αναφορές στο θέμα της λογοκλοπής, με το οποίο ασχολήθηκε σύσσωμη η λογοτεχνική οικογένεια το περασμένο καλοκαίρι. Είναι γνωστό ότι οι ντανταϊστές συνήθιζαν να εκτοξεύουν βρισιές στο κοινό που ερχόταν να τους δει στο περίφημο Cabaret Voltaire. (Σε αυτό το προηγούμενο ακούμπησε ο Πέτερ Χάντκε, όταν το 1966 ανέβασε, στο «Θέατρο στον Πύργο» (ΤΑΤ) της Φρανκφούρτης, το προκλητικό έργο «Βρίζοντας το κοινό», για να καταλήξει, μετά την παράσταση, μαζί με τους ηθοποιούς στη φυλακή.) Εμμέσως εδώ η Σιαφάκα, με άκρως καυστική αλλά και χιουμοριστική διάθεση, «βγάζει το άχτι της» για τα λογοτεχνικά μας ήθη και τον εκπεσμό μερικών τάχα «πνευματικών ανθρώπων»:
[…] Kάτσε ρε, Κοτσιδάκια, του λέει ο Ψηλόλιγνος, την ώρα που βουτούσε έναν κεφτέ, «être hors de chez soi, et pourtant se sentir partout chez soi; voir le monde, être au centre du monde et rester caché au monde», τα λέει, ρε παλιόχορτο, μη σου απαυτώσω, ο Μπωντλέρ, Charles Baudelaire, Le Peintre de la vie moderne, από κει το ‘χεις ξεπατικώσει και μας το φέρνεις στο τραπέζι, την κιλότα σου την απαυτωμένη και τον γρύλο σου, ρε γιδόχορτο! Δεν είναι δικό σου αυτό! Ο Κοτσιδάκιας θίγεται. Δεν είμαστε, Ψηλόλιγνε, με τα καλά μας! Αυτός το λέει στα γαλλικά, εγώ στα ελληνικά! Κι εγώ γαλλικά σού ρίχνω, ρε απαυτωμένε! του λέει αναψοκοκκινισμένος ο Ψηλόλιγνος. Τι δουλειά έχει, ρε άσχετε, ρε παλιάνθρωπε, ρε φθονερέ, ρε αγράμματε, ρε ηλίθιε, ρε πνευματικά και ποιητικά αναλφάβητε, το «être» με το «είναι»; τον πιάνει από το πέτο ο Κοτσιδάκιας. Τι δουλειά έχει ρε το «caché» με το «κρυμμένος»; H αλήθεια είναι, πετάγεται ο Κοσμογυρισμένος, ότι το «caché» στα ελληνικά είναι πιο κοντά στο «φρικασέ». Kαι ο Κοτσιδάκιας είναι εξέχουσα περίπτωση του πνεύματος! Βεβαίως και είμαι, λέει ο Κοτσιδάκιας, εγώ μετέφρασα «κρυμμένος», δημιούργησα, έπαιξα στο στόμα μου τις λέξεις, τις αγάπησα, τις αγκάλιασα, τις σφράγισα στα δόντια μου! Φωνή: Τρων οι λεχώνες αχινό, τρων κι οι γριές ταχίνι.[…]
Το παιχνίδι είναι το ξεφάντωμα του εφικτού, σημειώνει ο Μartin Buber. Tα κείμενα της παρούσης έκδοσης ολοκληρώνονται με ένα συλλογικό εγχείρημα, στο οποίο παίρνουν μέρος όλοι οι συμμετέχοντες συγγραφείς και ποιητές του περιοδικού, δημιουργώντας, ως παίγνιο, το τελικό κείμενο-κλείσιμο. Εδώ, καθένας παίρνει τη σκυτάλη από τον προηγούμενο χωρίς να γνωρίζει τι έχει γραφτεί πριν (μια τεχνική δοκιμασμένη και άλλες φορές στην ξένη και εγχώρια λογοτεχνία).
Τελειώνοντας αυτήν τη σύντομη παρουσίαση, δεν μπορώ να μην εκθειάσω την παραδειγματική έκδοση του παρόντος περιοδικού. Πρόκειται για μια εξαιρετική δουλειά από τον «Μανδραγόρα», την επιμελήτρια Ιφιγένεια Σιαφάκα, και τον Στράτο Φουντούλη (στην εικαστική επιμέλεια), και μάλιστα σε καιρούς πολύ δύσκολους για την κίνηση των βιβλίων γενικώς.
Η περιοδική έκδοση diP generation δηλώνει ότι, παρά τη σύγχυση που επικρατεί τελευταία στα λογοτεχνικά πράγματα, η υπόθεση της λογοτεχνίας εξακολουθεί να ενδιαφέρει στ’ αλήθεια μερικούς ανθρώπους, ακριβώς επειδή «πάσχουν» για τη γραφή. Έτσι, όταν οι ομαδικές εκδόσεις γίνονται με αυστηρά και συγκεκριμένα κριτήρια, όχι μόνο δίνουν στον αναγνώστη την ευκαιρία να ανιχνεύσει τις σύγχρονες τάσεις συνοπτικά, μέσα από ένα και μόνο έντυπο, αλλά προσφέρουν και το ειδικό εκείνο στίγμα που μπορεί να ιδωθεί ως καλλιτεχνική «πρόταση».