Η Έλσα Κορνέτη επανέρχεται με τη νέα της ποιητική συλλογή που φέρει τον ευρηματικό και ευφάνταστο τίτλο Ξύλινη μύτη τορνευτή. Η φράση παραπέμπει με άκρα ευθύτητα στη γνωστή ιστορία του Πινόκιο διαμορφώνοντας τις προσδοκίες του αναγνώστη προς την κατεύθυνση του ψέματος και της αλήθειας, ως των δύο θεματικών πυρήνων και πόλων ανάμεσα στους οποίους κινείται, σαν εκκρεμές, η ποιητική σκέψη και έκφραση της ποιήτριας. Η σύνδεση και η σχέση με το συγκεκριμένο παραμύθι, τη λογική και την ηθική του, επιτείνεται από τον υπότιτλο που προσθέτει η ποιήτρια, Μια ιστορία απροσάρμοστης αλήθειας, και που δίνει μία άλλη διάσταση στη φύση και τη λειτουργία της συλλογής, την κάνει, δηλαδή, να προσιδιάζει σε παραμύθι, σε μία «αφήγηση» με κέντρο και στόχευση την αναζήτηση της αλήθειας η οποία, στην περίπτωση της ποίησης, ταυτίζεται, μεταξύ άλλων, και με την ομορφιά.
Το βιβλίο αποτελείται, κατά κανόνα, από ποιήματα ελεύθερου στίχου, τα περισσότερα από τα οποία είναι μάλλον μικρά σε έκταση, όχι μόνο μετρημένη στη διάσταση του «ύψους», σε αριθμό, δηλαδή, στίχων, αλλά και στη διάσταση του «μήκους», καθώς αρκετοί είναι οι στίχοι που αποτελούνται από μία ή δύο μόνο λέξεις. Η μεθόδευση αυτή διαμορφώνει έναν ιδιαίτερο ποιητικό ρυθμό, ταχύ και κοφτό, που καθοδηγεί την ανάγνωση και ενισχύει την εκρηκτικότητα του ίδιου του ποιήματος, καθιστώντας το πιο καίριο, πιο καταλυτικό, ενδεχομένως και πιο αφαιρετικό, από τη στιγμή που απαιτεί και προϋποθέτει την ενεργή και ενεργητική συμμετοχή του αναγνώστη για τη συμπλήρωση των «κενών» και τη γεφύρωση των νοημάτων. Το στοιχείο εκείνο, όμως, που διαφοροποιεί την ποίηση της Κορνέτη από άλλες αντίστοιχες στιχουργίες που υπερασπίζονται και προκρίνουν τον μονολεκτικό στίχο ή τον στίχο λίγων λέξεων ως πυρήνα της δημιουργίας, είναι το γεγονός ότι η ποιήτρια κατορθώνει να απαλύνει την αιχμηρότητα που είναι συνυφασμένη με αυτήν την ποιητική τεχνική και να προσδώσει στα ποιήματά της έναν πιο τρυφερό, πιο οικείο τόνο που ενισχύεται άλλωστε και από τη θεματική της, το παραμύθι με το ψέμα και την αλήθεια που αυτό κυοφορεί και αποκαλύπτει.
Ο διαρκής και σταθερός προσανατολισμός της ποιήτριας προς τη θεματική του ψεύδους, η αποκλειστική, με άλλα λόγια, ενασχόλησή της με την παρουσία του και τις ποικίλες εκφάνσεις του στη ζωή και την τέχνη, προϋποθέτουν και, ταυτόχρονα, αποκαλύπτουν ένα βαθύ και στέρεο φιλοσοφικό υπόβαθρο που έλκει την καταγωγή του από τον Πλάτωνα και την περί τέχνης θεωρία και θεώρησή του. Η άρνηση του σπουδαίου φιλοσόφου να δεχτεί την τέχνη και τους καλλιτέχνες στην ιδανική του Πολιτεία γιατί αυτοί αντιγράφουν την ήδη αντιγραμμένη πραγματικότητα, αποτέλεσε μία από τις πιο πολυσυζητημένες θέσεις και απόψεις που διατηρεί ακόμα και σήμερα τη δύναμη και τη δυναμική της. Μία απήχηση αυτής της οπτικής πάνω στην τέχνη και τη λειτουργία της μπορεί κανείς να εντοπίσει στο τετράστιχο που η Κορνέτη προτάσσει στο βιβλίο της και που σχηματοποιεί ακριβώς, με τρόπο ποιητικό, τη θεώρηση της τέχνης ως απολαυστικού ψέματος που υπολείπεται της αλήθειας: Ευφάνταστο/ ψέμα πλουμιστό/ Φτωχέ συγγενή/ της αλήθειας.
Η ποιήτρια, ωστόσο, δεν περιορίζεται απλώς και μόνο στην αναπαραγωγή της φιλοσοφικής αυτής άποψης. Μάλλον το αντίθετο. Γιατί αυτό και μόνο το εγχείρημά της, η ποιητική δηλαδή σύνθεση και δημιουργία, αρκεί για να ανατρέψει και να αντιταχθεί σθεναρά στην απαξίωση και τον εξοβελισμό της τέχνης, της ποίησης εν προκειμένω, από τον ανθρώπινο βίο. Αλλά και τα ίδια τα ποιήματα της συλλογής υπερασπίζονται και προκρίνουν τον καταλυτικό ρόλο της ποίησης στη ζωή ως μίας δύναμης που μπορεί εισδύει βαθιά στην ουσία των πραγμάτων και να αναδείξει την αλήθεια τους. Το παράδοξο, μάλιστα, είναι ακριβώς αυτό. Το γεγονός δηλαδή ότι η ποίηση δεν είναι απλώς και μόνο ένα ψέμα, κάτι πλαστό και πλασματικό, είναι στην κυριολεξία μία ανοίκεια κατασκευή που δεν αντιγράφει απλώς, αλλά αναδημιουργεί τον κόσμο: Οι ονειροπόλοι και οι τυχοδιώκτες/ ζωγραφίζουν με μια μύτη διαβήτη/ ομόκεντρους κύκλους/ στο νωπό τσιμέντο/ των αιθέρων/ εκεί όπου/ φυτρώνουν/ πράσινα εργοστάσια ζαχαρωτών/ και το μέλι βάφεται/ μπλε. Από αυτήν την άποψη, το ψέμα της τέχνης είναι η απόλυτη αλήθεια από τη στιγμή που αυτή αποκαλύπτεται όχι ως προϋπάρχουσα, αλλά ως επιθυμητή, προσδοκώμενη και τεχνουργημένη.
Ουσιαστικά, αυτό που πραγματοποιείται εδώ είναι μία ανατροπή, η οποία δεν κραυγάζει, οπωσδήποτε όμως καταυγάζει το νόημα και την ουσία της. Πρόκειται για την αντιστροφή των εννοιών της αλήθειας και του ψεύδους σε συνδυασμό και σε συνάρτηση με το δίδυμο των εννοιών της ζωής και της τέχνης. Έτσι, ενώ στην παραδοσιακή λογική θεώρηση η αλήθεια και η ζωή εξέβαλλαν στην πραγματικότητα και η τέχνη με το ψέμα στον αντίποδά της, εδώ συμβαίνει το αντίστροφο. Το ψέμα, δηλαδή, τροφοδοτεί την πραγματικότητα από τη στιγμή που αυτή αποδεικνύεται αναληθής και ανεπαρκής: Προσποιείσαι λοιπόν/ Υποκρίνεσαι λοιπόν/ πως ζεις σ’ έναν κρατήρα/ σε ηφαίστειο ανενεργό/ όπου το ψέμα ευδοκιμεί. Από αυτή την άποψη, το ψέμα και, συγκεκριμένα, το ψέμα της τέχνης αποδεικνύεται εξαιρετικά επωφελές ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που τεχνουργείται για να προσφέρει την παραμυθία και τη λήθη. Ο προβληματισμός αυτός, βέβαια, που τροφοδοτεί την έμπνευση και τη δημιουργία είναι στενά συνυφασμένος με τη ζήτημα και το ζητούμενο της ύπαρξης, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο η ποιήτρια αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη υπόσταση και συνθήκη αναγνωρίζοντας, στην ουσία, πως αυτό που δεν μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο η «αλήθεια» της ζωής, μπορεί κάλλιστα να το προσφέρει το «ψέμα» της τέχνης: Εγώ πλέον/ βγήκα απ’ την τροχιά της ζωής/ Θα μπω στο παραμύθι.
Στο πλαίσιο αυτό, και με δεδομένη την υπαρξιακή διάσταση που εμποτίζει τα ποιήματά της, η Κορνέτη, σε κάποιες περιπτώσεις, προσδίδει και μια συμβουλευτική χροιά στη στιχουργία της, όχι τόσο με την έννοια της παρότρυνσης, όσο με την έννοια μιας πιο φιλοσοφημένης στάσης απέναντι στον ανθρώπινο βίο, μιας στάσης που συνίσταται στην αποδοχή του ονείρου, της τέχνης, της φαντασίας ως κατευθυντήριων αρχών και, ταυτόχρονα, στην απεμπόληση της λογικής ή, πιο σωστά, της στείρας λογικής που στεγνώνει και τη ζωή και την τέχνη. Οι συνιστώσες αυτές δίνονται, βέβαια, με τη μορφή αλληγοριών, σε αναλογία κυρίως με τον Πινόκιο ως χαρακτηριστικό ήρωα που συνυφαίνει στο πρόσωπό του την αλήθεια με το ψέμα. Αυτή η επιλογή ακριβώς φαίνεται πως λειτουργεί καταλυτικά προς την κατεύθυνση της συγκινησιακής μέθεξης του αναγνώστη ο οποίος καλείται, στη μορφή αυτή του ήρωα, να αναγνωρίσει ή να τοποθετήσει τον εαυτό του, να κατανοήσει ότι το ψέμα της τέχνης δεν είναι απλώς και μόνο το «άλας» της ζωής, αλλά η πεμπτουσία της.
* Έλσα Κορνέτη, Ξύλινη μύτη τορνευτή, Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2021.