«Το μερίδιο των αγγέλων»
Με «το ένα μάτι στο όνειρο/ το άλλο στη μέθη του έρωτα» δηλώνει ο Ευθύμιος Λέντζας τους δυο βασικούς πυρήνες της ποίησής του. Ο έρωτας και τα όνειρα, που στην απουσία ή απώλειά τους είναι διαρκώς παρόντα σε μια ζωή που προσομοιάζει του θανάτου. Το πένθος του κενού της ύπαρξης διαβρώνει τα πάντα. Η θεματική του Λέντζα, το κλίμα και η ατμόσφαιρα της δεύτερης ποιητικής συλλογής του Το μερίδιο, Θράκα 2022, ακολουθούν αυτά της προηγούμενης Οι γυναίκες που αγαπάμε είναι θαμμένες στον κήπο, του 2020. Μάλιστα, ένα ποίημα αυτής της δεύτερης συλλογής παίρνει το νήμα από προηγούμενο ποίημα και συνεχίζει: «Οι γυναίκες που έθαψα στον ύπνο/ στο στήθος μου φυτρώσανε γελώντας». Το πένθος παραμένει. Το ποιητικό υποκείμενο «μόνος, σκοτεινός μέσα στη νύχτα και ακυβέρνητος» κατά Σεφέρη, μιλά και εκείνος «με τους πεθαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομέναν».
Η ποίηση του Λέντζα είναι μια μετεξέλιξη του νεορομαντισμού χωρίς όμως λυρικές εξάρσεις και μελοδραματικό τόνο. Τα ποιήματα είναι ολιγόστιχα, δίχως τίτλους, δίνοντας την αίσθηση ότι όλα είναι σκόρπιες εικόνες, σκέψεις, αισθήματα, ενός ποιητικού υποκειμένου σε ένα συνεχή, εσωτερικό, παραληρηματικό μονόλογο. Η εικονοποιία περιλαμβάνει συχνά τη νύχτα, το σκοτάδι, το κλειστό σπίτι, το νεκροταφείο, το φεγγάρι, αλλά λείπουν οι περίτεχνες περιγραφές του ρομαντισμού. Τα στοιχεία αυτά τείνουν να λειτουργούν λιτά ως το απαραίτητο σκηνικό -ωστόσο υποβλητικό-, της τραγωδίας που παίζεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Της τραγωδίας του σύγχρονου νέου ανθρώπου που είναι δέσμιος σε ένα υπαρξιακό κενό.
Ένα διαρκές αδιέξοδο πένθος διατρέχει τη συλλογή. Πένθος κατά τον Φρόιντ είναι η αντίδραση στην απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, ή αφηρημένης ιδέας και αποτελεί τη διεργασία εκείνη μέσα από την οποία το άτομο επιδιώκει να αποδεχτεί την απώλεια, και να κατανοήσει τον θάνατο ως μέρος της ζωής, όπως συμβαίνει με την ελεγειακή ποίηση. Η ποίηση του Λέντζα όμως είναι αντι-ελεγεία, ή μοντέρνα ελεγεία, ή νέο-ελεγεία, η οποία σε αντίθεση με την παραδοσιακή ελεγεία, καθίσταται αντι-παρηγορητική, αντι-εγκωμιαστική, αντι-συμβατικήׄ όροι που χρησιμοποιήθηκαν από τους θεωρητικούς της ελεγείας. Γι’ αυτό το λόγο η γλώσσα κάποτε είναι ειρωνική και αυτοπαρωδική: «Ίδιος θάνατος πάντα:/ κυνηγάω κατσαρίδες στο μπάνιο./ Έχω νύχια, δόντια, τρίχες-/ είμαι ζώο». Κάτι που επίσης διαφοροποιεί τη σύγχρονη ελεγεία από την παραδοσιακή είναι η έκφραση μιας ποικιλίας απωλειών- όπως του πολιτισμού, της οικογένειας, των ανθρώπινων σχέσεων, των ιδεολογιών. Συνολικά ο ποιητής εδώ, μιλά για τον δικό του θάνατο σε μια αυτο-ελεγεία. Δεν είναι συμφιλιωμένος με το δράμα αυτής της ζωής- προτιμότερο ο θάνατος παρά αυτή η ανυπαρξία της ζωής, λέει ο Λέντζας. Ενώ στηn ελεγειακή ποίηση το πένθος του θανάτου καταφάσκει στη ζωή, εδώ το πένθος και η θλίψη αφορά τη ζωή ενώ η κατάφαση τον θάνατο. Μια αντίστροφη ελεγειακή ποίηση όπου η ιδέα της ζωής δεν παρηγορεί για τον θάνατο, αλλά ο θάνατος προσφέρει παρηγοριά στο ζην. Το ψυχικό αδιέξοδο του ποιητικού υποκειμένου, η απερήμωση, είναι ο τραγικός του πυρήνας. Είναι τόσο διαβρωτική η αίσθηση της ματαιότητας της ζωής, που το ποιητικό υποκείμενο λαχταρά τον θάνατο: «Αργούν τα μάτια μου, δεν με τελειώνουν» και αλλού: «Με την πλάτη σε έναν ήλιο θηρίο-/ ευγνώμονες νεκροί.»
Το ποιητικό υποκείμενο της ποιητικής αφήγησης ακυρώνει τη ζωή μέσα από ένα διαρκές κατηγορώ. Ζει με τα φαντάσματα του παρελθόντος. Τους αγαπημένους που χάθηκαν, τις ελπίδες που διαψεύστηκαν, την οδύνη ενός παλιού έρωτα, την χαμένη αθωότητα, την επίμονη παρουσία του απόντος αγαπημένου σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Ωστόσο, παράδοξα η απώλεια συντροφεύει. Του προσφέρει κάποια ελπίδα, έστω και φρούδα, αφού καμιά άλλη ελπίδα πλέον πουθενά δεν φτερουγίζει: «Κλαίνε τα χελιδόνια στη φωλιά» και αλλού: «χελιδόνια στα κάγκελα». Η υπαρξιακή αγωνία δεν γεννάται από το μοιραίο του θανάτου, το κενό δεν δημιουργείται από την απώλεια, η απουσία του αγαπημένου προσώπου δεν είναι η μελαγχολία. Η ζωή άδεια, κενή, ματαιωμένη, είναι η μελαγχολία. Σε έναν διαρκή εσωτερικό κραδασμό αυτές είναι οι ψυχικές τροπικότητες στην ποίηση του Λέντζα. Συνδέονται άρρηκτα με το συναίσθημα της μοναξιάς που βιώνει το ποιητικό υποκείμενο, και με την άρνησή του να εγκαταλείψει του νεκρούς τουׄ γι’ αυτό και τα βήματά του τον φέρνουν σε νεκροταφεία:
Ένα κορίτσι που χτενίζεται και
το αγόρι πίσω απ’ τη μισάνοιχτη πόρταׄ
ο μεγάλος καθρέφτης- ο έρωτας.
Τη νύχτα πολύ την αγάπησα,
λιγότερο από όσο πίστεψα στον άνθρωπο
κι ας βρίσκομαι τώρα μ’ ένα τσιγάρο
στο στόμα με θέα το νεκροταφείο της Λάρισας.
Τοπιογραφία της ποιητικής συλλογής Το μερίδιο είναι το εσωτερικό του σπιτιού, μικροαντικείμενα, καθημερινές απλές συνήθειες, αλλά και δρόμοι της γειτονιάς όπου όμως «Οι γείτονες, έχουν από καιρό/ μετακομίσει». Το κενό, η θλίψη αισθητοποιούνται με την εικόνα των άδειων, σιωπηλών χώρων, μέσα στους οποίους το υποκείμενο βιώνει την κούραση της μοναξιάς του. Αισθητοποιεί τη θλίψη και τη μελαγχολία μέσω των μεταφορικών εικόνων για να διατυπώσει τον πόνο της ύπαρξης, την πνιγηρή ζωή ενός νέου ανθρώπου. Μια ζωή πιο επώδυνη από τον θάνατο, η οποία τον αφήνει μετέωρο: «Όχι ζωντανός, αλλά περίπου ζωντανός-/ σχεδόν ωραίος σαν το λευκό μπλουζάκι/ που φοράω.». Μιλά για τον πάσχοντα νέο άνθρωπο και την αδυναμία εύρεσης λύτρωσης. Αντίδοτο, μάταιο και αυτό, καμιά φορά, τα χάπια ή και η τρέλα, ενδείξεις παθογενούς πένθους. Βρίσκει ωστόσο, μικρή παρηγοριά στην ποίηση όπου καταθέτει το αίμα του, κάτι που του δίνει «Μια υποψία ύπαρξης:/ ώρα χλωμή που βάλθηκες/ ψηλά να μ’ ανεβάσεις./ Μέρα-χεράκι χάρτινο/ τρέξε να με προφτάσεις./».
Το εφήμερο της ύπαρξης και η μοναξιά, η αποπροσωποποίηση, η έλλειψη ουσιαστικής επαφής, είναι ο τραγικός πυρήνας της ποίησης του Λέντζα. «Τα σπλάχνα μου καίω!» απηχεί το Spleen του Μποντλέρ, το ανέφικτο της επικοινωνίας, την απομόνωση του νέου ανθρώπου που νιώθει να τον χωρίζει ένα αχανές ρήγμα με τον έξω κόσμο, η απουσία ενδιαφέροντος για τη ζωή που περνά, η παρουσία ενός βαριού, αφόρητου ψυχικού πόνου. Ένας ποιητής “melancolique” που βιώνει προσωπικά τα τραγικά αποτελέσματα της παρακμής της εποχής του – «η κοινή μας ζωή στο σκοτάδι»-, και την εκφράζει συλλογικά μέσω της ποίησής του. Ίσως αυτό να είναι και το μερίδιο που του αναλογεί: «Τριάντα πέντε χρόνια για το μερίδιο των αγγέλων».
* Το μερίδιο, Ευθύμιος Λέντζας, Θράκα 2022