Ένα ξάφνιασμα που ξεκινά από το εξώφυλλο, με το σχέδιο του Paul Klee Μια τελεία βγαίνει βόλτα. Η αρχή μιας δημιουργίας, το ελάχιστο σημείο εκκίνησης (ας το πούμε αφορμή της έμπνευσης), που μπορεί να μη σημαίνει απολύτως τίποτα για πολλούς, ωστόσο ικανό να συγκινήσει τον ένα, εν προκειμένω τον ζωγράφο ή τον ποιητή. Γιατί, τι άλλο είναι η ποίηση από μια αναλαμπή, ένας κεραυνός εν αιθρία; Ή, μια τελεία που αποφασίζει να αφήσει την ησυχία της και να βγει βόλτα – ποικιλία σχηματισμών, απρόσμενα σχήματα, ποιητικός λόγος εν εξελίξει, σε ένα ροζ-μωβ φόντο που προετοιμάζει για μια αθωότητα.
Ο ποιητής εδώ στην πρώτη του εμφάνιση. Αυτό από μόνο του προκαλεί την προσοχή, πολύ περισσότερο σε μια εποχή (μα και πάντοτε ίσως) που διαρκώς ακούμε για πρωτοεμφανιζόμενους και πειραματιζόμενους στην ποίηση. Ο Δελλής δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται ούτε να ονομάσει με κάποιο τίτλο τα ποιήματά του ούτε να ακολουθήσει τη γραμματική σειρά των σημείων στίξης. Αφήνεται στον ίδιο τον ποιητικό λόγο να δώσει τις αναγκαίες ανάσες στην ανάγνωση, τις παύσεις, τις τομές, τον ρυθμό. Και, ναι, η ποίησή του έχει ρυθμό, κάτι που δεν συναντάμε συχνά σε νέους ποιητές, που φαίνεται να αγνοούν την αξία του, ίσως από απειρία ίσως από μια λανθασμένη εκτίμηση του ελεύθερου στίχου.
Η γραφή με τον αυτοματισμό των υπερρεαλιστών απροκάλυπτα φανερό, τόσο που να υποψιάζεσαι πίσω της πολύ προσεκτική επεξεργασία – ποιος άλλωστε θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι και εκείνη η αυθεντική ήταν αποτέλεσμα μόνο υποσυνείδητων συνειρμών; Αιφνιδιασμοί μέσα από απρόσμενους συνδυασμούς λέξεων, εναλλαγές συνεχείς των εικόνων, τόσο που ίσα που προλαβαίνεις να εισχωρήσεις σε ένα τοπίο και ξαφνικά βρίσκεσαι έξω από την πόρτα. Μοιάζει να αρκείται εδώ ο λόγος στα λίγα απαραίτητα για μια επικοινωνία συχνά μονόδρομη, που απαιτεί άλματα πάνω από τα κενά διαστήματα, προκειμένου να μη βρεθείς κι εσύ, ο παρανόμως εισχωρών αναγνωστικά στα ποιήματα, κρεμασμένος στο κενό.
Κι όμως, από αυτή την ποίηση πηγάζουν θαύματα, σαν κι αυτά που ο ποιητής θα δει να αναδύονται από ένα πίνακα του Σπύρου Βασιλείου, στην ουσία εκτός του πίνακα: εγώ γνωρίζω πως εκτός του κάδρου συντελούνται θαύματα/κι ακόμη περισσότερα αξιοθαύμαστα απ’ όσ’ αποκαλύπτει/το γαλάζιο/ακόμη περισσότερα κι απ’ όσα γύρω του μετεωρίζονται. Γιατί, αν η εικόνα είναι η αφορμή για το ποίημα, τότε το ίδιο το ποίημα είναι η αφορμή για όσα θα συμβούν μετά από αυτό – το περιθώριο του μουσαμά που δε σημαίνει τελειωμός/αλλά μι’ αρχή.
Αυτή η αίσθηση της αέναης σειράς των πραγμάτων, με κάποια επιφανειακά να αποκαλύπτονται και άλλα, τα περισσότερα, να υποκρύπτουν τη σημασία τους, είναι έκδηλη σε όλα τα ποιήματα. Και είναι αυτό το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της γραφής, που επικαλείται δύο στίχους του Κώστα Ουράνη για τη φύση του ταξιδιού, ως προμετωπίδα σε ένα ποίημα, για να δώσει στην κατακλείδα τον σημαδιακό στίχο του ίδιου ποιητή: το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε, και την άλλη στιγμή φέρνει τον Μπόρις Βιαν με το αιρετικό του μεθύσι ως ύστατο επιχείρημα για τη συνέχιση της ζωής – όλα σε μια αγαστή συνύπαρξη, μια αλληλοσυμπλήρωση και μια αλληλοαναίρεση· το ζητούμενο (αν υπάρχει) έχει να κάνει με την ίδια την ποίηση, που δεν έρχεται να λύσει αινίγματα αλλά να θέσει ακόμη μεγαλύτερα: κάμετε ό,τι ‘ναι να συμβεί: αυτό που δε συμβαίνει κάμετέ το!/αλλά αφήστε κάνα αίνιγμα/επιτέλους/καμία πόρτα να μετεωρείται.
Η ποίηση του Δελλή θέτει στο στόχαστρο την εικόνα του πραγματικού, τουλάχιστον αυτό που είθισται να νοείται ως πραγματικό, και το κάνει θρύψαλα. Εδώ βρίσκεται και η θεμελιώδης αντίφαση, που τροφοδοτεί τους ποιητές στους αιώνες, να ξέρουν ότι νικιέται με την ποίηση αυτό που μόνον η ίδια η ποίηση το βλέπει να νικιέται, και αυτό να τους αρκεί. Όπως εδώ, με την ερώτηση: να βελτιώνεται καθόλου ο θάνατος; που από μόνη της θα ήταν αρκετή να στηρίξει τα ποιήματα όλης της συλλογής. Ο ποιητής προφητεύει προ-φυτεύοντας: εγώ να προ-φυτεύω με σειρά από σειρήνες πως/το μέλλον/έρχεται/ καβάλα/σε ποδήλατο/με αποχρώσεις/από ρόδι/είτε θειάφι. Ήδη ορατή μέσα σ’ αυτούς τους στίχους, κι ας διαφοροποιεί τη θέα της, η εικόνα του στίλβοντος εμπειρίκιου ποδηλάτου να περνά από μπροστά μας θριαμβευτικά απαστράπτον – οι προφητείες ήταν πάντοτε των ποιητών. Κι ας λέει σε αυτοαναφορικούς στίχους ο ποιητής: κρεμάστε με σε μια θηλιά σε μια φωτογραφία στο γαλάζιο/δεν είμαι πνεύμα μόνο σάρκα κι αίμα/μονάχα ένα στυλό στην άκρη των δαχτύλων/κανένας δε μ’ ακούμπησε και δεν ακούμπησα κανέναν//να σβήσω μες στη νύχτα και του πρωινού ν’ αποσοβήσω/την ευθύνη/κάθε ίχνος κάθε χνάρι να το εξαλείψω/κι όλα όσα νόμισες πως ήμουνα χαμογελώντας/κι όλα τα λουλούδια που δε μου χαρίστηκαν ποτέ.
Μια τέτοια ποίηση βλέπει και τον έρωτα να ακροβατεί ανάμεσα στο υπαρκτό και το υπερβατικό, σαν μνήμη ή σαν ζωντανή αίσθηση του σώματος, πότε σαν ζωή ασπαίρουσα (όταν μας χαμογελούσε μ’ ηδονή το φως κ’ η αμαρτία) και πότε σαν θάνατος ανηλεής (σε σκότωσα στ’ αληθινά παντού) – μια συνέχεια, μια ομοιότητα. Κι επειδή εδώ πρέπει να γίνει πιο συγκεκριμένος ο ποιητής, χρειάζεται να ονοματίσει τον τόπο για να σταθούν οι μνήμες και να μην αιωρούνται –και η πιο αυτόματη γραφή θέλει τα ορόσημά ή τα οδόσημά της– συλλογίζουμαι τους έρωτες που πέρασαν συχνά/με τις ομπρέλες τους σταλαματιά στην έρημο/των πατησίων ξεκαθάρισμα στην ύστατη καχυποψία/της κυψέλης αντικατοπτρισμός στην άγια νύχτα/της αθήνας.
Ο Δελλής είναι ποιητής. Ας το πούμε κι αυτό, γιατί δεν είναι πάντα αυτονόητο όταν διαβάζουμε βιβλία που τιτλοφορούνται ποιητικές συλλογές. Και είναι ποιητής που δεν φοβάται να εκτεθεί πατώντας στην άκρη της ταράτσας (από εκεί που καμιά φορά οι ποιητές απογειώνονται, με αβέβαια ωστόσο αποτελέσματα). Είναι ποιητής με τη φυσικότητα των απλών πραγμάτων, που απλώς συμβαίνουν χωρίς καμία δικαιολογία γι’ αυτό. Σαν τις μέρες που διαδέχονται τις νύχτες/επειδή απλά τους πρέπει.
* Β. Γ. Δελλής, “Μπανάλ”/ΑΩ εκδόσεις