Scroll Top

Η ποιητική της Σοφίας Περδίκη – Παρουσίαση από την Κατερίνα Παπαδημητρίου

Η ανάγνωση της νέας συλλογής της Σοφίας Περδίκη με εισάγει σ’ ένα έντονα σουρεαλιστικό ταξίδι, όπου το κύριο συναίσθημα, είναι η «ονειρική και ποιητική διάθεση», άλλωστε, όπως και η ίδια αναφέρει, η «η ονειρική και η ποιητική διάθεση ως απάντηση και ως συνειδητή στάση ζωής απέναντι στην πραγματικότητα, μπορούν να προσδώσουν σε αυτήν νέες διαστάσεις που να την υπερβαίνουν.» Μπαίνω σ’ έναν κόσμο όπου οι εικόνες έχουν τα χρώματα του ονείρου και αποδίδονται με τα χαρακτηριστικά της αυτόματης γραφής. Αντικρίζω χρώματα που παραπέμπουν σε αναπαραστάσεις που με παραπέμπουν συνειρμικά στην άλλη ιδιότητα της Περδίκη. εκείνη της ζωγράφου. Άλλωστε, το εξώφυλλο του βιβλίου της είναι ένας πίνακας που φιλοτέχνησε η ίδια και με προετοιμάζει για το ταξίδι στο όνειρο. Έντονες οι αντιθέσεις των χρωμάτων περιγράφουν το βάθος και τη διάσταση του χρόνου. Ακόμα και η μορφολογία της γλώσσας της έχει να δηλώσει το ενδιαφέρον της για την εικόνα, καθώς επιλέγει το πολυτονικό σύστημα για να αποτυπώσει τους στίχους της στο χαρτί.
Η σουρεαλιστική της διάθεση εγκαταλείπει τα πινέλα και αποδίδεται με όπλο την ψηφίδα της. Ο καμβάς της ξετυλίγεται και με οδηγεί, έξω από κάθε προκατάληψη σε περιγραφές που παραπέμπουν σε ονείρωξη. Ο λόγος της πλούσιος, κινείται, περιγράφει, αφηγείται, καθώς απέχει από οτιδήποτε θα τον χαρακτήριζε λυρικό με την κλασσική έννοια του όρου. «Να μιλήσουμε για σώματα/αυτά τα τρυφερά σαρκώδη/με την αφή της γλώσσας/να ιερο-γλύψουμε τις λέξεις/ώσου να λειανθούν.»
    Η ποίηση της Περδίκη ταξιδεύει στον χρόνο, αφού όπως αναφέρει «δομείται πάνω στην αλληλουχία των εποχών ξεκινώντας με την αίσθηση της Άνοιξης και την «εαρινή υπόσχεση» και τελειώνει με τον Φθινοπωρινό μαρασμό.» Δεν έχει στόχο να διδάξει, ή θυμηθεί αλλά να υμνήσει τον έρωτα, το φως. Ταυτόχρονα, διακρίνω μια ήρεμη διαμαρτυρία, τόσο θηλυκή που θρυμματίζει κάθε αντίσταση. Για εκείνην, η ομορφιά της ύπαρξης, όπως αυτή συνδέεται με την ερωτική παρόρμηση, αποτελεί το ελιξίριο προς την ποθητή ευδαιμονία. Η ανατομία του έρωτα, ακριβέστερα είναι αυτή που την οδηγεί στο φως, «Τις στιγμές που η όραση οδηγεί στην αφή/…/και σκάει η κρούστα/και είναι της πληγής τούτης η ενόραση/δερμάτινη μνήμη.»
    Τα επίθετά της κινούνται, περιγράφουν, πλάθουν εικόνες που επιχειρούν μια βαθιά τομή στον ψυχισμό του σύγχρονου ανθρώπου ακολουθώντας το μονοπάτι του έρωτα. Τον περιγράφει «IN VITRO» και in vivo. «Ήταν οι δυό τους/σαν σύμπλεγμα από πέτρα/μια ερωτική Pieta/έτσι ένιωθες/όταν τους αντίκριζες/καθηλωμένους από καιρό/σ’ ένα μπαλκόνι καλοκαιρινό.» Ο έρωτας που δεν χαρίζεται σε κανέναν, περιφέρεται ανελέητος, καθώς μυούμενος μυσταγωγεί, ξεγυμνώνει, κατασπαράσσει ηδονικά τη γυμνή σάρκα κι ακολουθεί το φως. «Ξέρω κάτι παιδιά που παίζουν σε αλάνες/με πυροσβεστικούς κρουνούς/[…]ώσπου ερωτεύονται μ’ έρωτα οργισμένο/πυρώνουν σταδιακά/πλημυρίζει η γειτονιά από φως κι εκρήξεις…»
    Το φως, ο χρόνος. Οι ονειρώξεις της Περδίκη ακολουθούν εκστατικά τις εναλλαγές των εποχών χτίζοντας σύμβολα. «Η ΕΥΚΑΛΥΠΤΗ» αναζητά την ελευθερία και αναγεννάται σ’ ένα συμβολικό περιβάλλον, όπου οι περιγραφές της ποιήτριας με οδηγούν σε συνειρμούς, σχεδόν, διονυσιακούς[…]«Έφυγε μια νύχτα πνιγηρή/η κεκαλυμμένη/με μια ομορφιά πρωτόγνωρη./Στα δάση αλλάζει, όποτε θέλει τη μορφή. Η ανάσα της λένε πως θεραπεύει.»
    Η ποίηση της Περδίκη ξεδιπλώνει τα σύμβολα της υπομονετικά, χωρίς να κραυγάζει. Αφήνει το φως να την παρασύρει σχεδόν σιωπηλά, εγκαταλείποντας τις σκιές προκειμένου ν’ αναδυθεί στο φως.. […]«Ο σκιώδης φωτογράφος/των ευαίσθητων στιγμών/αποτυπώνει την υγρασία/πάνω σε λευκά χαρτιά/…» Ελευθερώνει τα σύμβολα της ταπεινά, […]«Τα έπαιρνα/τα έκρυβα στο στόμα/κι ευχαριστιόμασταν/ως την κροκάτη ώρα./Όλο το βράδυ εις σάρκα μίαν.», ωστόσο με μια ήρεμη δύναμη, που είναι αλήθεια ότι οδηγείται σε μικρά κρεσέντο, έτσι σαν καρδιογράφημα, ακολουθώντας το σφυγμό της ύπαρξης γενικότερα. Η ζωή σε κάθε της μορφή καλπάζει στις γραμμές της Περδίκη και τα επίθετά της καθορίζουν τις εντάσεις. Άλλοτε μούχρωμα, θυμός και πάλι το φως που διεκδικεί στις «ΣΙΑΜΑΙΕΣ ΛΙΜΝΕΣ», μία βαθιά «τομή» κι άλλοτε με το «ηλιακό εκκρεμές» να μετρά τον χρόνο και τους χαμένους έρωτες […] «Στέκει τώρα στα σκοτάδια/αποκομμένη από το σώμα/… /με τη χρυσή εσθήτα /κρατάει τον κόσμο ανάμεσα/στα δυό της πόδια.» Ο έρωτας, το φως, και πάλι ο έρωτας […] «Με φως στα χείλη δώσαμε/το φιλί που δεν αμφιβάλλει.»
    Η ποιήτρια δεν ξεχνά τις λέξεις. Τις λέξεις που προσωποποιούνται και «ΥΠΟΣΧΟΝΤΑΙ», τις λέξεις που «ασκούν πιέσεις» και αποσπούν «ομολογίες», που γίνονται ρήματα κίνησης, «μεταβατικά» και «αμετάβατα», που κουβαλούν συναισθήματα, «θυμούνται όρκους» και απειλούν […] όλα να τα πουν/ν’ αντέξουν.»
    Η Περδίκη, τρυφερά, με τις ίδιες λέξεις,περιγράφει τη θηλυκή προσφορά, τη γυναικεία «φύση», όπως αυτή στερεοτυπικά διαμορφώθηκε κατά τους αιώνες. «ΤΑ ΜΩΒ ΘΗΛΥΚΑ», αποκτούν φωνή. Η μάνα, «στήθια γαλακτερά…» η σύζυγος, η ερωμένη […] «και στόματα/σφραγισμένα/από το αιώνιο μειδίαμα», περιορισμένες […] «σε κελύφη από δέρμα πορώδες/σκληρυμένο στη βροχή και τ’ αλάτι.», διεκδικεί. Η θηλυκή φύση της ποιήτριας υψώνεται συχνά με την ίδια ήρεμη δύναμη που διέπει όλο το ύφος της ποιητικής της συλλογής και αναζητά σχεδόν σιωπηλά τη «δικαίωση». […]«Είμαστε τα μωβ θηλυκά./Φορούμε τη προβιά μας/μ’ επιμέλεια τα πρωινά/και τις νύχτες γδυνόμαστε/κάτω από τον προβολέα/που με τη ζέστη του μας εξάπτει/γινόμαστε θερμές πορτοκαλί.»
    Καθώς το σουρεαλιστικό ταξίδι μου της ανάγνωσης φτάνει στο τέλος, ακούω τη θηλυκή φωνή της ποιήτριας να δυναμώνει, […]«Μας θέλουνε να είμαστε πάντοτε αβρές κι ευλαβικές/ σε υπολειτουργία, ολοστρόγγυλες…». Εγκαταλείπει το ονειρικό σουρεαλιστικό της καμβά και εγκαθίσταται με έναν ρεαλιστικότερο «θηλυκό» λόγο σε θέση φεμινιστική. Καθώς φθινοπωριάζει […]«πάνω στα ουράνια/μεταλλικά μοτίβα.», η ποιήτρια, αρνούμενη λες, τη σκληρή πραγματικότητα, «ξανασκαλώνει» «ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΟΝΕΙΡΟ». Ελπίζει, ωστόσο… Αντλεί τη δύναμη απ’ τα σημάδια που χάραξαν τη θηλυκή της φύση […]«Κοιτάς/της μνήμης το σημάδι/για το γεράκι που θα ‘σαι/στο επόμενο όνειρο.» και υπηρετεί το ισχυρότερο σύμβολό της, το φως. Εκείνο, που την οδηγεί στη δύναμη κι αυτή με τη σειρά της στην απόφαση και στην ελευθερία της αυτοδιαχείρισης.
Κι ο έρωτας; […]«πηχτές μελάτες σταγόνες» που στάζουν «από τ’ ανοιχτά παράθυρα.» Περιπλανάται στην «οδό των Ρόδων», σ‘ ένα από τα δύο πεζά ποιητικά αφηγήματα της συλλογής της. Η ελπίδα δεν την εγκαταλείπει. Το όραμα, η πίστη, στην, «ονειρική» ανθρώπινη ένωση με γεμίζει ελπίδα. Γιατί εκείνες τις «πηχτές μελάτες σταγόνες»…
    […]Τα δύο όστρακα της χλωροφύλλης τις νιώθουν βαθιά μέσα τους να εισέρχονται…»

 

Σοφία Περδίκη, Το ΑΙΩΝΙΟ ΑΙΝΙΓΜΑ, εκδ. ΚΙΧΛΗ, 2020