Scroll Top

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, «ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ, Συναντήθηκα με το θαύμα σαν φίλος» – Παρουσίαση από την Κατερίνα Παπαδημητρίου

 «Ό,τι δείχνω είναι η ουράνια επιστροφή…»

Ο Χάρολντ Μπλούμ έχει πει ότι «η κριτική είναι ποίηση σε πρόζα». Από την άλλη ο Ν. Βαγενάς ισχυρίζεται ότι η διαφορά μεταξύ του κριτικού και του λογοτεχνικού λόγου βρίσκεται, «στο ότι η αιτιολόγηση της αξίας ενός λογοτεχνικού έργου δεν μπορεί να γίνει με γλώσσα συναισθηματική, όπως είναι η γλώσσα της λογοτεχνίας, αλλά με γλώσσα διανοητική.» Η Κλεοπάτρα Λυμπέρη επιχειρεί μια κριτική ανάλυση εις βάθος επιβεβαιώνοντας τον Μπλούμ χωρίς, ωστόσο, να παραμελεί διόλου τη διανοητική γλώσσα.
Το αξιόλογο στη μελέτη της Λυμπέρη στην ποιητική του Καρούζου, δεν είναι μόνο η εμβρίθεια και η επιστημονική οπτική με την οποία προσεγγίζει το έργο του. Επιχειρεί, με σεβασμό, μια βαθιά ψυχαναλυτική – φιλοσοφική τομή στο έργο του Καρούζου. Ανατέμνει την ποιητική του, με ευαισθησία, κρατώντας ως εργαλεία της τη συγκριτική διακειμενική ανάλυση και τη Θεωρία της Λογοτεχνίας.
Η εισαγωγική της αναφορά στον Νίτσε αποτελεί δήλωση για το περιεχόμενο της κριτικής της μελέτης. «Κάθε ταλέντο πρέπει να φανερώνει τον εαυτό του στη μάχη», γράφει ο Νίτσε αναφερόμενος στον Γκαίτε και τον φαντάζεται «ως μαχητή στην πρόσκτηση του Όλου (Totality)[… ]. Η ολότητα. Η υπαρξιακή φιλοσοφία τίθεται από την Κλεοπάτρα Λυμπέρη ως βάση της ανατομής του έργου του Ν. Καρούζου. Αναφερόμενη στον ρόλο της διακειμενικότητας όπως αυτή τέθηκε από τον Γκαίτε προσεγγίζει την αντίληψη του Καρούζου για τον ρόλο της ύπαρξης και τις πατερικές φιλοσοφικές επιρροές που δέχεται το έργο του: «Η εμμονή του στο χριστιανικό κοσμοείδωλό και στην ορθόδοξη παράδοση, δεν φαίνεται να αποτέλεσε εμπόδιο στο να συμπεριλάβει στη συγκινησιακή του ζωή το ευρύτερο σύνολο της ανθρωπότητας.»
   Είναι εξαιρετική η προσέγγιση των Πεζών Κείμενων του Καρούζου τα οποία χαρακτηρίζονται από τη Λυμπέρη […]«ως σύνοψη της πνευματικής ιστορίας της Ελλάδας στους τελευταίους αιώνες…», ενώ επιβεβαιώνει την άποψή της για την «ολότητα» της ποίησης του Καρούζου εκφράζοντας την άποψη ότι: […] «Ο Καρούζος μας εισάγει σ’ ένα σύμπαν πολυδιάστατο, χτισμένο πάνω στην ιδιότητα που ο ίδιος , ως δημιουργός διαθέτει τη βαθύτητα του στοχαστή και την αισθαντικότητα του καλλιτέχνη.» Αποδεικνύει την καθολικότητα της ποίησης του Καρούζου αναγνωρίζοντας τη διακειμενική συνομιλία της ποίησης του Καρούζου με «πρόσωπα που αφορούν ολόκληρη την ελληνική παράδοση στην ποίηση, τη ζωγραφική, τη φιλοσοφία, την αρχιτεκτονική», αλλά και την αντίστοιχη επιρροή που δέχεται από το «ευρωπαϊκό και ασιατικό πνεύμα». Ενδεικτικά αναφέρονται: Σολωμός, Καζαντζάκης, Παλαμάς, Ελύτης, Κόντογλου, Μπλέηκ, Χάιλντερλιν, Λωτρεαμόν, Χέντελ, Μάρξ, Βούδας, ενδεικτικά κ.ά. Αναγνωρίζει τη βαθιά ανθρώπινη υπόσταση του Καρούζου, την καθολική του ύπαρξη ως δημιουργού. Ακολουθεί τα βήματά του, τα πνευματικά του στάδια από τον Nietzsche έως τον Freud και ως να καταλήξει γοητευμένος από τον Ιησού, «να βγει στο ξέφωτο… με την ψυχή οριστικά έκπληκτη…»
   Η κριτική – αναλυτική ματιά της Κλ. Λυμπέρη δεν παραλείπει τη θεωρητική κατάταξη της ποίησης του Καρούζου. Έχοντας ως αρχή το υπαρξιακό περιεχόμενο του έργου του, τον συνδέει διακειμενικά με το έργο των Ζ. Καρέλη και Τ. Κ. Παπατσώνη, κυρίως σε σχέση με την «ιδιαίτερη πνοή μιας πνευματικότητας» η οποία κατά τη Λυμπέρη αντλείται «από το θρησκευτικό βίωμα».
   Είναι συγκινητική η προσέγγιση που επιχειρεί η Κ. Λυμπέρη στο έργο του Καρούζου, καθώς τον αντιμετωπίζει με σεβασμό και αγάπη για το έργο, σαν να ήταν προσωπική φίλη του, σαν να τηρεί μια κάποια υπόσχεση. Τιμά τα τελευταία χρόνια της αληθινής του ποιητικής κατάθεσης, εκεί, στο υπογειάκι της πλατείας Μαβίλη. Εκεί όπου ο ποιητής συνάντησε το μηδέν (Η ύπαρξη βαραίνει όταν περισσεύει η ατομικότητα), εκεί τον συναντά η Λυμπέρη. Εκεί όπου […]«εγκατέλειψε τη βεβαιότητα πως η πίστη δίνει στον άνθρωπο… την περιπέτεια της απελευθέρωσης (αλλά και την παράταση της οδύνης)…μιας ελευθερίας που συμπλέει μόνον με ό,τι είναι ουσιαστικό και αληθές.» Ο Καρούζος για τη Λυμπέρη «δεν συνδιαλέγεται με το φθαρτό για να το αποθέωση, αλλά για να το εμπλουτίσει με την αληθινή ουσία: για να το αρτιώσει.»
   Η Λυμπέρη, συνεχίζοντας το ταξίδι της στο ιερό της ποίησης του Καρούζου, επισκέπτεται αυτό που εκείνη ονομάζει «Μυστικιστική Άνοιξη του Νίκου Καρούζου». Επιχειρεί να αποδείξει τη συγγένεια της χαρμολύπης στο έργο του Σολωμού ή της «ήρεμης γλυκύτητας με την οποία αποδέχεται την απώλεια ο Ελύτης», με εκείνη του έργου του Καρούζου και αναφέρεται σ’ αυτήν [..] «ως μια κορύφωση της ανθρώπινης συνείδησης, μυστικιστικό γεγονός και ιερή διάνοιξη προς τα μυστήρια των αντιθέτων.»
   Η Λυμπέρη συγκρίνει τη λύπη του Καρούζου μ’ εκείνη του Καρυωτάκη για να αποδείξει πως η λέξη «θάνατος» στο έργο του Καρούζου έχει «συγκινησιακό της ισοδύναμο» την αντίρροπη λέξη «άνοιξη». Εν ολίγοις, η Λυμπέρη επιχειρώντας μια βαθύτερη φιλοσοφική τομή στην ποίηση του Καρούζου επιχειρεί να καταδείξει την «αρμονία», η οποία, τελικώς, απορρέει από τη φαινομενική αντιπαλότητα των δύο εννοιολογικών κορμών του καρουζικού έργου. Τρυφερά και συγκρίνοντας τις συγκρουόμενες δύο απόψεις, θα καταλήξει στο «δανεικό» ερώτημα: [..] «μήπως «η αρμονία δεν υπάρχει στη σύγκρουση»; Την απασχολεί θάνατος και η αποτυχία της ύπαρξης στο καρουζικό έργο. Ανακαλύπτει βαθιές επιρροές από το φιλοσοφικό ρεύμα του υπαρξισμού, –ένα κλίμα μπεκετικό– όπως αντιπαραβάλλεται με την κατάσταση της άνοιξης, την αναγέννηση.
Ως επίλογο της μελέτης του έργου του Ν. Καρούζου η Κλ. Λυμπέρη επιλέγει την θέαση της ποίησης ως έννοιας και πράξης. Επιχειρεί να ερμηνεύσει ή ακόμα και να ερωτοτροπήσει μ’ εκείνο που η Θεωρία της Λογοτεχνίας ονομάζει «ανοικείωση της γλώσσας», και τούτο είναι που προσπαθεί να αποδείξει. Ότι: «Η ποίηση ως έννοια και πράξη, πάντα θα μας διαφεύγει, γιατί ερχόμαστε σε επαφή με το αποτέλεσμά της, με το γεννημένο ον -το ποίημα- και όχι με τη μυστική της ρίζα.» Η Λυμπέρη καταθέτει την άποψη της χρησιμοποιώντας την ενσυναίσθηση. Την ονομάζει αίσθηση, γεγονός που αποδεικνύει τον σεβασμό με τον οποίο συνδιαλέγεται με τη γλώσσα, το ποίημα, με την ίδια τη λογοτεχνία. [..] «Η ποίηση αθανατίζει το εσωτερικό ανθρώπινο βίωμα… εκεί όπου αθροίζεται η καθολική γλώσσα.», θα πει, ενώ ταυτόχρονα κινούμενη συγκριτικά μεταξύ Ελύτη-Ευάγριου Ποντικού και Μακαρίου καταλήγει πως ο Καρούζος κινείται στον αντίποδα του Ελύτη, καθώς γι’ αυτόν [..]«το ζητούμενο είναι ο Ουρανός να κατέβει στη γη.», όπως ο Μακάριος: «ο Καρούζος τοποθετεί τον ουρανό στην πραγματικότητα της γης.»
   Η Λυμπέρη αναγνωρίζει στον Καρούζο και στο «στήθος» του, τον ζωντανό ήχο της σαρκικής παρουσίας, τον ήχο της ύπαρξης, τον χτύπο των συναισθημάτων, τον ήχο της συνείδησης. «Ο Καρούζος μιλάει ακτάπαυστα για το στήθος με την αδιόρατη νοσταλγία εκείνου που γνωρίζει το μυστήριο αυτής της περιοχής…» Είναι ένα σύμβολο όπου η Λυμπέρη τοποθετεί το όλον της ύπαρξης αλλά και την ίδια την ελευθερία αυτής. Έτσι αποχαιρετά τον Καρούζο. μ’ εκείνη την αδιόρατη καρουζική νοσταλγία [..]«εκείνου που γνωρίζει το μυστήριο αυτής της περιοχής…».

      Ό,τι δείχνω είναι η ουράνια πηγή
      με τον έρωτα, με το στήθη…
      Ό,τι δείχνω είναι η ουράνια επιστροφή


      -Νίκος Καρούζος

 
Κλεοπάτρα Λυμπέρη, «ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ, Συναντήθηκα με το θαύμα σαν φίλος», εκδ. ΙΚΑΡΟΣ, Αθήνα 2020