Ελένη σημαίνει τρόπος
Ο κριτικός λογοτεχνίας Κώστας Βούλγαρης, γνωστός πεζογράφος και από το 2002 επιμελητής του ένθετου βιβλίου «Αναγνώσεις» της κυριακάτικης Αυγής, στις 480 πυκνογραμμένες σελίδες του βιβλίου του Η δικιά μας Ελένη, Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης, φιλοδοξεί να καλύψει ένα σημαντικό κενό στην ποιοτική εκτίμηση και αποδελτίωση της νεοελληνικής ποίησης, αφού, όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει: «οι παραδεδομένες Ιστορίες της λογοτεχνίας μας φθάνουν μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και έκτοτε, πολλά και σημαντικά ποιήματα γράφτηκαν, χωρίς όμως να έχουμε μέχρι τώρα μια συνολική αποτίμησή τους». Υπ’ αυτό το πρίσμα, και με δεδομένη την «ακυρωτική υστέρηση της λογοτεχνικής συνθήκης», ορμώμενος από τις απαρχές της νεοελληνικής ποίησης και στη συνέχεια, τον Παλαμά, τον ποιητικό μοντερνισμό και τη γενιά του ’30, προτείνει για μία ακόμη φορά Σολωμό, Καβάφη, Βάρναλη, Καρυωτάκη, για να καταλήξει στην «αέναη ακολουθία των ρήξεων», όπως αυτή εγγενώς ενυπάρχει και με την πάροδο των ετών σημαντικά αποκαλύπτεται στο έργο των Νικολάου Κάλας και Νίκου Εγγονόπουλου.
Πολύτροπος και κατεξοχήν ρηξικέλευθος, χωρίς τις αγκυλώσεις και τους στείρους ακαδημαϊσμούς που συνήθως χαρακτηρίζουν τους περισσότερους Νεοέλληνες που καταπιάνονται με πονήματα αυτού του είδους και εύρους, δεν παραλείπει να αξιολογήσει το αποτύπωμα του Σεφέρη∙ φαινόμενο το οποίο κυριαρχεί στην ποιητική σκηνή μέσ’ από το έργο των μεταπολεμικών ποιητών, και κυρίως των ποιητών του ’70. Κατά τη γνώμη του, εκείνο που μετράει σε έναν σύγχρονο ποιητή είναι να μπορεί να ανακτά το πρωτογενές χάρισμα του ανθρώπου, «τη γνώση να ονομάζει» με «σημείο εκκίνησης το ίδιο το ασυνείδητο της γλώσσας». (Η σύντομη ακμή του μοντερνισμού. Ο καθ ημάς συντηρητικός μοντερνισμός, η γλώσσα της θεωρίας, σελ. 86).
Ανιχνεύοντας τη μεταμοντέρνα συνθήκη στην οποία γράφονται πλέον τα σύγχρονα ποιήματα, ─συνθήκη αλλά και υπέρβαση που εκκολάπτεται και τελικά παγιώνεται κάτω από το βάρος «της έκπτωσης και της ιστορικά βιωμένης εμπειρίας της ήττας, μετά την ιστορική τομή του 1989»─, παρουσιάζεται μέχρι κεραίας υποστηρικτικός απέναντι σ’ εκείνους τους νέους ποιητές που με το έργο τους «αλλάζουν τον ρυθμό του κόσμου», ανεξάρτητα αν αυτό το έργο δεν έχει ακόμη βρει την προσήκουσα θέση και αποδοχή στη σύγχρονη νεοελληνική ποίηση. Εμμένοντας σ’ αυτή την άποψη και από αυτήν ακριβώς τη θέση, τόσο η μορφή όσο και η δομή των κειμένων του εμφανίζεται εντυπωσιακά σύνθετη και πρωτότυπη ενώ και ο λόγος που μετέρχεται ο συγγραφέας της παρουσιάζεται πολυσχιδής, νευρώδης, έκκεντρος και ριζοσπαστικός, αναδεικνύοντας έτσι, με τρόπο πολύτροπο και σε βάθος, τη σκοτεινή και σωματική ουσία εκείνων που καλείται να διαπραγματευτεί και να αναδείξει.
Αναζητώντας το μοντερνιστικό πρόσωπο της Ελένης «ως συλλογικό σημείο αναφοράς και αισθητικό απαύγασμα», σε συνδυασμό και με μια γραφή απαράμιλλης υφολογικής τόλμης, στην ανά χείρας μελέτη, ο Βούλγαρης επισημαίνει νέες παραμέτρους και οπτικές ενώ ταυτόχρονα διευρύνει και ισχυροποιεί εκείνες τις οποίες, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, έχει ήδη εκθέσει και σε προγενέστερα κείμενα και βιβλία του. «Άφησα στα κείμενά μου το στίγμα της χρονικής στιγμής όπου το καθένα τους γράφτηκε, αλλά και δεν δίστασα να παρέμβω σε κάποια σημεία, όταν η ροή του λόγου και οι σημερινές μου σκέψεις το απαιτούσαν», μας πληροφορεί στη σελ. 40, στο κεφάλαιο «Επί της μεθόδου», θεωρώντας το σύνολο του έργου του «παρεμβατικό στην αδράνεια», «αενάως εν προόδω» και «ειδολογικά και δομικά ρευστό». Άλλωστε και αυτή καθαυτή η κριτική παρέμβαση είναι κατά την αντίληψή του «ένα ανοιχτό διακύβευμα, ρευστό και διαρκώς ανανεούμενο».
Με βλέμμα ολιστικό καιενταυτώ υβριδικό και συνθεματικό, πιστός σ’ αυτό ακριβώς το στοιχείο της ανοιχτότητας, της ρευστότητας και του ανολοκλήρωτου, ποιεί κείμενα φαινομενικά ετερόκλητα («Η τυπολογία της περιοδολόγησης», «η απενοχοποιημένη ποίηση», «οι παράλυτες αξίες και η φάρσα», «Αντισταθείτε: ένα πασοκικό ποίημα;», «Το άνυσμα της ωριμότητας», «η αισθητική των σπαραγμάτων»), ανάμεσά τους και θεατρογενή ─ ασθματικά σπαράγματα, εσωτερικούς διαλόγους με τον εαυτό και καταιγιστικές ατάκες με τον αόρατο «απέναντι» (κάποιον ή κάποια γνωστή κριτικό και φιλόλογο, όπως η περίπτωση της Τζίνας Πολίτη, ή ανώνυμο φίλο από το σινάφι). Στα πιο πάνω, έρχονται να προστεθούν και δοκίμια που αξιολογούντο ποιητικό έργο σημαντικών σύγχρονων ποιητών, όπως και ποιητών που εμφανίζονται μετά το 1990, παραθέτοντας και αντιπαραβάλλοντας ισχυρισμούς, στοιχεία, πληροφορίες, τεκμήρια αλλά και απόψεις οι οποίες προϋποθέτουν γερό ποιητικό ένστικτο και μια προϋπάρχουσα, καλά χωνεμένη, στιβαρή, εμπεριστατωμένη και προπαντός θετική σε όλα τα ενδεχόμενα σπουδή.
Από τον Βάρναλη «χωρίς μεταφυσική», την «καθεστωτική αφήγηση» και τα θεωρητικά σχήματα της Τζίνας Πολίτη (όχι ως «χρηστικά ερμηνευτικά εργαλεία» αλλά «ως χρήσιμες σχετικές/ σχετιζόμενες στιγμές της θεωρίας»), τον «ρυθμό του κόσμου», την «σύντομη ακμή του μοντερνισμού» ή την «κρίση του μοντερνισμού ως μακρά διάρκεια», «το μάταιο τη ποιητικής γενεαλογίας», «το μεταχθές και το προαύριο» και την «τομή του 1989», ─από την Ελένη του Ευριπίδη και την «καιόμενη Ελένη» του Παλαμά:«Είμ’ η Ελένη∙ από του Ήλιου/ την πηγή χυμένη εγώ//» ─ την «Ελένη─πόρνη» του Βάρναλη: «[…] Ω, εσύ αφριστό, θολό ποτάμι/ από πηγμένον, αχνιστό ή σάπιον αίμα∙» ή την«Ελένη» ως απλό κορίτσι, του εκλεκτού της καρδιάς του, Ηλία Λάγιου: «[…]Γιατί δεν ήσουν παρά θιν αλός στην Τροία βασίλισσα,/ […] παρά ένα κορίτσι ουρανός που αγάπησα και φίλησα/ στα παραμύθια καστανά του μάτια τα μεγάλα//» ─ την «Ελένη-Μαρία Νεφέλη» του Ελύτη: «[…] Κάθε καιρός κι η Ελένη του», και τη «Σπαρτιάτισσα Ελένη» του Φρανσουά Βιγιόν σε μετ. Κ. Γ. Καρυωτάκη,στη «Μπαλάντα των Κυριών του παλιού καιρού», ─την «Ελένη» του Ρώμου Φιλύρα: «[…] δίχως χιτώνα, ανέπαφη, χωρίς ανάπνοια μύρου» και την «Ελένη» του Γιάννη Ρίτσου: «[…] Ναι, ναι, ─εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πια δεν έρχεται. Κοντεύω να ξεχάσω τα λόγια»» ─ την «Ελένη στο Χόλιγουντ» του Νάνου Βαλαωρίτη ( «Μόδα τέλους Αυγούστου 2009») και την «Ελένη στην Καλιφόρνια» του Ντίνου Σιώτη: «[..] και θα ρθει τρέχοντας να σου συστηθεί/ ξεχνώντας την απεργία και το οτοστόπ/ πριν χρόνια σε δρόμο του Σαν Φραντζίσκο» ─ την «Ελένη» του Κωνσταντίνου Μπούρα: «[…] Ελένη, Ελένη παινεμένη/ Τον Έρωτα δεν χόρτασες/ […] Με τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη συναγελάζεσαι» ─τους στίχους του Παναγιώτη Βούζη: «Η Ελένη τελειώνει/ και ο ορίζοντας παίρνει/ μια περίεργη κλίση /», την «Ελένη» της Κωστούλας Μάκη: «[…] όλοι σε ονειρεύονται αλλιώς/ δώρα σου χαρίζουν περιττά» και την «Ελένη» του Αλέξη Μάινα: «Ελένη, ίσως έχεις θυμώσει για κάτι άλλο», όπως και πολλούς άλλους στίχους, ανάλογης θεματικής, σε έργα ποιητών προγενέστερων ή της ίδιας με αυτούς χρονολογικής γενιάς ─ από την «Απόξενη» του Σολωμού και τους στίχους της Μαρίας Κούρση: «[…]ζητιάνα παραμυθιών/ ζωγραφίζει αργά/ ζωγραφίζει τη λέξη ζωγραφίζω/ με φόντο τα όμικρον του χρόνου/ που δεν μεταφράζονται//», φτάνει και στη δική του «Ελένη», έτσι όπως την οραματίζεται και την περιγράφει μέσ’ από το σκηνικό του διήγημα, με τον τίτλο «Η ξένη»: «[…] ─ Έπρεπε έλεγες να μεγαλώσεις τις λέξεις, να τις φροντίσεις, να μην κακοπέσουν […] ─ Όνομα χωρίς επίθετο, Ελένη! Ελένη!».
Με σκεπτικισμό στωικό και γενναίο και θέτοντας πάντα ως κύριο στόχο την ανάδειξη εκείνης της ποιητικής πρότασης, η οποία, όντας σημαντική, είναι και η μόνη που «μπορεί να τροποποιεί, έστω και ελάχιστα, ολόκληρη την εικόνα της νεοελληνικής ποίησης, στη διαδρομή δύο αιώνων», ανακαλεί για μία ακόμη φορά το πνεύμα του Σινόπουλου στο «Νεκρόδειπνο», ότι «κεκυρωμένος» δεν σημαίνει τίποτα, η μνημείωση είναι κενό γράμμα.
* Κώστας Βούλγαρης, Η δική μας Ελένη ─ Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης, Δοκίμιο, Εκδοτική Αθηνών, 2022