ΘΕΡΙΖΟΥΝΕ ΨΗΛΑ, ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ ΤΑ ΧΩΡΙΑ
–συγκομιδή παρατηρήσεων για το Θεριστρον του Δημήτρη Κοσμόπουλου–
του Αλέξανδρου Κορδά
Η συνομιλία με την Παράδοση, όπως αυτή εκφράζεται στο πεδίο της ποιητικής, έχει αισθάνομαι δύο σκέλη: το ένα έχει να κάνει με την μορφή –την ρίμα, τον ρυθμικό βηματισμό του ποιήματος, αλλά και το είδος– ενώ το άλλο έχει να κάνει με την αναζήτηση ενός τρόπου εσωτερικού που ξεκινά μόνο από την έκφραση ενός ορισμένου αισθήματος για να προσεγγίσει μια περιοχή πνευματική. Δίχως να πατά γερά στα δύο αυτά πόδια ένα εγχείρημα το οποίο έχει αξιώσεις για μια τέτοια συνομιλία μένει μετέωρο κι είναι αδύνατο να γίνει το ουσιαστικό βήμα πέρα από την Παράδοση.
Η ποίηση του Δημήτρη Κοσμόπουλου αναμετριέται με τούτη την μεγάλη πρόκληση. Ήδη από το πρώτο του βιβλίο, Λατομείο (Κέδρος, 2002), μπορεί να παρατηρήσει κανείς μία εκτεταμένη μορφική αναζήτηση· βρίσκουμε εκεί σονέτο, παντούμ, χαϊκού, αλλά και ποιήματα ελευθερόστιχα και μικρά πεζά, ενώ συνάμα τίθεται η προβληματική του Θερίστρου, είτε ως συνάντηση με το αναπόφευκτο συμβάν του θανάτου (μαύρε θεριστή, ακτέριστη δεν θα κηδέψω απόψε την Σελήνη [σ. 60]), είτε ως συγκομίζουσα απόθεση (φαίνεται ότι θερίζουνε, ψηλά κατά των άστρων τα χωριά [σ. 66]), θησαύρισμα δηλαδή των εικόνων τις οποίες απέκτησε ο φιλοπερίεργος νους του ποιητή.
Χωρισμένο σε τέσσερα μέρη, με πενήντα εννέα ποιήματα και επτά μεταφράσεις ενταγμένες στο corpus της συλλογής, το Θέριστρον (Κέδρος, 2018), ήτοι το ένατο ποιητικό βιβλίο του Δημήτρη Κοσμόπουλου, αποτελεί αναμφίβολα μία στιβαρή σύνθεση. Από την μια ένα ιαμβικό πάτημα στέρεο ακολουθεί ακόμη και τα ελευθερόστιχα ποιήματα της συλλογής, κι από την άλλη μια κλιμακούμενη πρόοδος προς το Υπερβατικό, ως το νοητό κέντρο από το οποίο εκπηγάζει, αλλά και στο οποίο επιστρέφει ο στίχος. Πρόκειται λοιπόν για μία αγωνιώδη αναζήτηση νοήματος, σε έναν κόσμο όπου το άλογο στοιχείο ολοένα και πληθαίνει σε όλες του τις μιντιο-τεχνολογικές εκφάνσεις: Κατά το έλεός σου ποίησον μετ’ εμού
γιατί τρικλίζω στην άκρη του γκρεμού.
Γιατί έγειρε ο νους μου ημιθανής
και η φωνή γκρεμίστηκε πρηνής
σε ηλεκτρισμένο αγκαθώνα, στα τριβόλια.
Τώρα που λεν τα πορνοστάσια περιβόλια
και κείτομαι άναυδος, ωσεί άψυχος νέκυς,
κι οι πριμαντόνες με τα πληκτρολόγια ντουφέκι
πυροβολούνε με εικονίδια του συρμού–
κατά το έλεόν Σου ποίησον μετ’ εμού.
Την τέχνη μου ποτέ να μην ψευτίσω.
Αγάπησα κι αμάρτησα και θ’ αμαρτήσω,
αλλά στην ώρα ετούτη του χαμού
δώσε στα λόγια μου γαλήνη τ’ ουρανού.
Μόλις παρέθεσα ολόκληρο το σονέτο ΙΧ (σ. 39), γιατί νομίζω ότι αποτελεί ένα καλό παράδειγμα της σύγκλησης της εμμετρότητας με το εσωτερικό περιεχόμενο, για την οποία μίλησα πιο πάνω. Το συγκεκριμένο ποίημα είναι μία δέηση την οποία απευθύνει το υποκείμενο στον Θεό για να το βοηθήσει να διασώσει την αυθεντικότητά του μέσα σε μία εποχή διαδικτυακής, και όχι μόνο, αλλοτρίωσης. Στο επίπεδο της μορφής, μια πλούσια ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία (μετ’ εμού – γκρεμού, ημιθανής – πρηνής, τριβόλια – περιβόλια) διαρρηγνύεται από το φαινομενικά άσχετο σχήμα: νέκυς – ντουφέκι. Λέω φαινομενικά άσχετο, διότι η ηχητική ρίζα και των δύο λέξεων, αν εξαιρέσουμε το τελικό σίγμα της μιας (νέκυς), είναι η ίδια, δηλαδή η κατάληξη -έκι. Η ρίμα επομένως διατηρείται υπογείως για να κλονίσει την αρτιότητα του σχήματος το οποίο και μετρικώς ακολουθεί ορισμένες ελευθερίες. Με την ρυθμική αγωγή του ο Κοσμόπουλος δεν αγκιστρώνεται στην φόρμα, αλλά αφήνει τον εαυτό του να κινηθεί ελεύθερα μέσα της. Αυτή η δέηση κλείνει με ένα δυνατό τρίστιχο: «Αγάπησα κι αμάρτησα και θ’ αμαρτήσω, / αλλά στην ώρα ετούτη του χαμού / δώσε στα λόγια μου γαλήνη τ’ ουρανού». Στους στίχους αυτούς συμπυκνώνεται όλο το νόημα του βιβλίου· καθώς εισέρχεται κανείς στην κονίστρα της ζωής ένα είναι βέβαιο: πως δεν θα γλυτώσει από την αμαρτία και τον χαμό που αυτή επιφέρει διαμέσου του θανάτου. Η ποίηση, ωστόσο, δύναται να μας φανερώσει αντανακλάσεις της ουράνιας πραγματικότητας. Κι είναι γι’ αυτόν τον λόγο που ο Κοσμόπουλος αγωνίζεται να βρει τις μορφές εκείνες οι οποίες θα γίνουν τα σκαλοπάτια της Κλίμακος για να τον οδηγήσουν στα εδάφη της γαλήνης, ψηλά κατά των άστρων τα χωριά.
Ειδικά στο Θέριστρον προεξάρχουν οι μορφές του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Κώστα Κρυστάλλη, του Ηλία Λάγιου, του Δημήτρη Μητροπάνου, του Βαγγέλη Γιακουμάκη, κ.α. Όλοι οι προαναφερθέντες λειτουργούν ως παραδείγματα ενός ορισμένου τρόπου αυθεντικότητας του βίου. «Ο άγγελός μου μ’ έφερε, να βγω να σε γυρεύγω», θα μας πει στο ριζίτικο του για τον Ηλία Λάγιο, ενώ στο ποίημα 16η Μαρτίου 2015 μ.Χ., 6 μ.μ., καταπιάνεται με ένα θέμα ιδιαιτέρως λεπτό, ήτοι την εύρεση του νεκρού σώματος του φοιτητή Βαγγέλη Γιακουμάκη. Το γραπτό αυτό με έντονες επιρροές από το μοιρολόι, εστιάζει στην συντριβή της μητέρας του νέου: «ράγισε με το πρόσωπό της πέτρα / κι αδάκρυτη, στεγνή, μέρες τα χρόνια σου εμέτρα». Παράλληλα καταγγέλλεται ο τρόπος με τον οποίο τα μέσα ενημέρωσης χρησιμοποίησαν την είδηση προς άγραν τηλεθέασης (βουβά στον θάλαμο του τηλεοπτικού νεκροτομείου [στιχ. 7]). Την παρηγοριά προσφέρει κι εδώ η σύνδεση με το υπερβατικό στοιχείο, η προσευχή της μάνας: «ψιθύριζε στην Παναγία: Στου σφαγείου / ετούτου την αβάσταχτη την νέκρα / εισήλθε κι ο Υιός Σου, κι άμα θέλει, / αρπάζει στην Ανάστασή Του τον Βαγγέλη». Έτσι, με μιαν αναγωγή στην εικονοποιεία της σταύρωσης, το τραγικό τέλος του φοιτητή συνδέεται με το πανανθρώπινο δράμα. Μία γλώσσα δύσκολη, αντλημένη προσεχτικά από τις κοίτες της Παράδοσης επιστρατεύεται, ώστε το ποίημα να μην φανερώνει εύκολα τα νοήματά του. Το πράγμα ετούτο ισχύει για όλες τις επικαιρικές αναφορές της συλλογής. Ο Κοσμόπουλος μας μιλά για τον μικρό Αϊλάν και για την εισβολή στην Συρία, για την καταστροφή του γεφυριού της Πλάκας, κ.α. Το κέντρο όμως όλων αυτών των ποιημάτων δεν είναι ποτέ το συμβάν στο οποίο αναφέρονται. Σαν να προσπαθεί, μέσα από όλα τα επιμέρους περιστατικά, να ψηλαφήσει ακριβώς το σημείο της πληγής. «Η ουράνια ραχοκοκκαλιά εράγισε κι εκόπη», θα μας πει σε έναν από τους πιο δυνατούς δεκαπεντασύλλαβους του βιβλίου. Εδώ, με μια παρήχηση του ρο (Η ουράνια ραχοκοκκαλιά εράγισε κι εκόπη), δηλώνεται και ηχομιμητικά το ράγισμα και η πτώση των λίθων που συγκροτούσαν το γεφύρι. Η συντριβή αυτή θα γίνει για τον Κοσμόπουλο ένα σύμβολο: «Η αργυρή καμάρα ετσακίστη, / αδειάζει η πλάση δίχως πίστη», θα μας πει στο δεύτερο μέρος του ποιήματος υπογραμμίζοντας την από-νοημάτιση του σύγχρονου κόσμου. Δια της ατόπου καταλαβαίνουμε πως το στοίχημα είναι η επαναμάγευση, επανεύρεση του ιερού, το οποίο διασύρεται μέσα στα διαδικτυακά πορνοστάσια και ανατέμνεται στα τηλεοπτικά νεκροτομεία. «Στου ποταμού την όχθη ομαδόν, / καθίσαμε και κλάψαμε οκλαδόν», θα μας πει στο τρίτο μέρος του ποιήματος. Κι ίσως από αυτήν την τεθλιμμένη στάση ενώπιον του ποταμού να γεννιέται ξανά το αίσθημα του ιερού, ως συνάντηση με τον πόνο, ως συνάντηση με το Θέριστρον το οποίο έρχεται αναπάντεχα για να υπονομεύσει όλα μας τα οικοδομήματα, με πιο κύριο εκείνο της ίδιας μας της ζωής.
Η υπερβατική θέαση του κόσμου την οποία προσπαθεί να υλοποιήσει ο ποιητής δεν περιορίζεται στην συνομιλία με τους νεκρούς. Μια λυρική αντιμετώπιση της ζωής απλώνει τους κλάδους της σε όλη την έκταση του έργου: «Το δέντρο πίνει το νερό και το κορμί τον ύπνο», θα μας πει σε έναν έξοχο δεκαπεντασύλλαβο, όπου και πάλι μια παρήχηση του ρο, δημιουργεί ηχομιμητικά την αίσθηση της ροής. Στο ποίημα Πρωινό μετρό ΙΙ, καθώς το υποκείμενο κινείται στο μαύρο τούνελ, θα μας πει: «Κλείσε τα μάτια, αφέσου, αιχμάλωτε του σκάφους / που πλέει ηλεκτρισμένο στα βάθη των τσιμέντων», όπου η κίνηση του συρμού φαντάζει με την καταβύθιση σε έναν χώρο ονειρικό. Αυτή η προσπάθεια να βρεθεί μέσα στους μυχούς της αστικής καθημερινότητας μία λυρική εικόνα, έχει και έναν χαρακτήρα πολιτικό, αφού μια τέτοια θεώρηση διαρρηγνύει την ανοικειότητα μιας αλλοτριωμένης αντίληψης της Πραγματικότητας, ανοίγοντας τον δρόμο προς ένα αληθώς ανθρώπινο αίσθημα. Με μία έννοια ο σύγχρονος λυρισμός καλείται να διασώσει την ομορφιά, εκεί που η τεχνική κατ’ ανάγκην την αποδιώχνει.
Σε μια εποχή ραγδαίας πνευματικής ερήμωσης, η ποίηση του Δημήτρη Κοσμόπουλου ανατρέχει στην εικόνα του Ιωάννη για να βρει τον ανθό που επιβιώνει ακόμη και στην εντελή ξηρασία. Ο Ιωάννης είναι εν προκειμένω η γέφυρα, ο προ-δρόμος ο οποίος φέρνει σε συνάφεια τις δύο αλλότριες όχθες. Για αυτόν τον λόγο ο ποιητής τον επισκέπτεται εμμονικά, λες και βρίσκει στην μορφή του την δύναμη ενός πρωτογενούς υπερρεαλισμού: «Και βλέπει να περνά, ίσκιος μελάνι, μάλαμα, ο Ιωάννης φέρνει μαντήλια και ρολόγια και καθρέφτες εκ νεκάδων, φέρνει λάδι απ’ το δάκρυ του κι από σταφύλι της ερήμου μύρο ντυμένος φύλλα, χώμα κι ουρανός, κι ο κλώνος του χεριού του άστραμμα» (σ. 48). Ο Ιωάννης περιφέρεται μοιράζοντας αφειδώς τα αγαθά του: μαντήλια και ρολόγια και καθρέφτες εκ νεκάδων. Τα δίνει σε εκείνους που είναι σε θέση να τα πάρουν· σε εκείνους που έχουν την λοξή ματιά κι αναγνωρίζουν αμέσως την αξία τέτοιων πραγμάτων. Το διακύβευμα είναι η διάνοιξη των εσωτερικών οφθαλμών: «Γι’ αυτό σας λέω, πληθαίνει η όραση σε τούτα τα νερά, εκεί που δεν το περιμένεις». Αυτό το οποίο κομίζει τελικά ετούτη η ποίηση είναι η αναζήτηση μιας αρχέγονης Ορθοδοξίας, μιας Ορθοδοξίας που μυρίζει νοτισμένα πλατανόφυλλα και φρεσκοσκαμμένο χώμα, κι έχει να κάνει με τα οράματα του άλλου Ιωάννη, της Πάτμου και του ελαχίστου εν ιερεύσι πατρός Νικολάου Πλανά και πάντως καμία σχέση δεν έχει με την από άμβωνος επιβολή, τους ακκισμούς ή την στιλιζαρισμένη υποκρισία. Κι είναι ακριβώς διά μέσου του Προδρόμου όπου αναζητείται η ένωση με τον ενσαρκωμένο Λόγο, ο οποίος συγκροτεί την διαλεκτική της σύγκρουσης ανάμεσα στον ισχυρό και τον ανίσχυρο, τον νικητή και τον ηττημένο, φέρνοντας στο προσκήνιο της Ιστορίας τους καθημαγμένους ή όπως το θέτει στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου (σ. 106-107): «Δεν έχει λύπηση για μας, την μοίρα μου την ξέρω. / Εκτός κι αν, μέσα από όλα τούτα, / φανερωθεί, Κάποιος, να ξέρει να βαστά τον πόνο, ν’ αγαπά / να δίνει το αίμα του πιο δούλος κι απ’ τους δούλους / για να γυρίζει η Ιστορία δίχως –τύραννους και σκλάβους– / προς της συγχώρεσης το φως, το μοσχοβολιστό κρασί / που τόσο οι άνθρωποι διψούμε».