Eίναι σχεδόν μαγικό πώς η καλή λογοτεχνία μπορεί να φλερτάρει ασύστολα με την Ιστορία με στόχο όχι να την μιμηθεί ή να την αντιγράψει. Με στόχο να την φιλτράρει και να την αναδομήσει, δίνοντάς της άλλη διάσταση και κοιτώντας την με βλέμμα ιδιαίτερο. Κρατώ στα χέρια μου το βιβλίο της Νάσιας Διονυσίου με τίτλο «Τι είναι ένας κάμπος που κυκλοφορεί» από τις εκδόσεις Πόλις.
Κεντρικό πρόσωπο εδώ είναι ένας Κύπριος δημοσιογράφος και οι εμπειρίες του αναφορικά με τα βρετανικά στρατόπεδα της Αμμοχώστου, των Camps ή Κάμπους, όπως τα αποκαλούσαν οι Κύπριοι. Σε αυτά κρατήθηκαν δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι πρόσφυγες ως αιχμάλωτοι, που είναι και οι πρωταγωνιστές του βιβλίου στην ουσία. Στόχος των Βρετανών ήταν να εμποδίσουν τους Εβραίους να μεταβούν στην Παλαιστίνη. Η αιχμαλωσία αυτή θα διαρκέσει τρία χρόνια, μέχρι την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ το 1948
Η προσφυγιά είναι μια ιστορία που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά μέσα στους αιώνες και γεμίζει τον κόσμο με τραύματα και πόνο. Τα χαρακτηριστικά των προσφύγων είτε αυτοί ζουν στο σήμερα, είτε είναι πρόσφυγες μιας άλλη εποχής είναι κοινά. ‘Οσο για τους Εβραίους, είναι μια ιστορία από μόνοι τους, καθώς ως φυλή από πάντα υπέστησαν όλες τις άγριες συνέπειες της φασιστικής και εθνικιστικής μανίας. Κορύφωση το Ολοκαύτωμα που συγκλονίζει. Μάλιστα είναι απορίας άξιον πώς, στην περίπτωσή που εξετάζουμε, οι Βρεττανοί μεταχειρίστηκαν με απαξιωτικό τρόπο ακόμα και ανθρώπους που είχαν καταφέρει να επιβιώσουν από τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Γιατί παρουσιάζει ενδιαφέρον το εγχείρημα της Διονυσίου; Επειδή επιλέγει ένα έντονο ιστορικό γεγονός και το μεταπλάθει λογοτεχνικά με τέτοιο τρόπο που να μας αφορά . Με υλικό τη μνήμη, αλλά και την σκέψη της πάνω στη μνήμη λέει μια ιστορία ανθρωποκεντρική και γεμάτη ανθρωπιά συνάμα. Ό,τι κακό και να΄χει γίνει, πάντα υπάρχει ο άνθρωπος, το υποκείμενο της ιστορίας που έχει τη δύναμη ακόμη και να το ξορκίσει. Δικαιώνεται ποτέ ο αδικημένος; Βρίσκουν καταφύγιο ποτέ οι διωκόμενοι; ‘Aραγε όταν ο άνθρωπος χάσει τον τόπο του, χάνει και τον εαυτό του; Ποιο είναι το πρόσωπο του φόβου και ποιο το τίμημα της ελευθερίας; Ποιο το πρόσωπο της περηφάνιας; Οι κάμποι ανθίζουν κάποτε ή παραμένουν γκρίζα στρατόπεδα αρνητικά φορτισμένα συνδεδεμένα με αποτρόπαιες εικόνες; Eίναι μεγάλη προσδοκία να πρασινίσουν οι κάμποι;
Yπάρχει δύναμη στη γραφή της Διονυσίου, αφενός επειδή βλέπουμε πως δεν υποκύπτει σε μελοδραματισμούς και φθηνά τερτίπια για να κερδίσει τον αναγνώστη, αφετέρου επειδή μας κάνει να αισθανθούμε, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα άκρως λειτουργική και αποτελεσματική που διαθέτει γλαφυρότητα, κινητικότητα και σθένος. Παρατηρείται επίσης μεγάλη ευελιξία αναφορικά με την δημιουργία εικόνων εύγλωττων που παραπέμπουν στην ουσία των λεγομένων.
H συγγραφέας επιλέγει το ημερολόγιο. Μάλιστα κλείνει το Επίμετρό της ως εξής: «[…] για τη σύνθεση των ημερολογιακών εγγραφών και τη διαμόρφωση του ύφους του αφηγητή έχω καθοδηγηθεί από τις Μέρες, καθώς και την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, θέλοντας να αποτίσω τιμή στον δημιουργό, ο οποίος μνημόνευσε και αγάπησε τον κόσμο της Κύπρου.» (σελ.95) Επιλέγει να φορέσει και το προσωπείο ενός δημοσιογράφου. Επιλέγει να παραθέσει και τρεις αυτοτελείς ιστορίες, που μοιάζουν να είναι παράλληλες, καθώς είναι τοποθετημένες στον ίδιο χωροχρόνο. Τρεις οι βασικοί ήρωες: μια Θεσσαλονικιά Εβραία που κάνει λόγο για την πόλη της και όσους χάθηκαν, μια γυναίκα αγρότισσα που φροντίζει έναν αιχμάλωτο που δραπέτευσε και ένας νεαρός Κύπριος οδηγός που φυγαδεύει παιδιά από το στρατόπεδο. Υπάρχει ένας θεμιτός πλουραλισμός και μια δραματική ένταση που δονεί και γοητεύει τον αναγνώστη.
Αν και φαίνεται πως έχει μελετήσει το θέμα-αφού η ίδια αναφέρει τις πηγές της στο Επίμετρο- δεν κάνει απλά μια φιλολογική ή ιστορική καταγραφή, είναι σημαντικό που το ανασυνθέτει και το αναδομεί προχωρώντας τη σκέψη, ανοίγοντας το βλέμμα, προεκτείνοντας.
Στο τέλος αυτού του κειμένου παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο: « Κι ήταν τότε που κατάλαβε πως η θάλασσα, εκτός από τα πορτοκάλια, τα ρόδια, τα μετάξια, τα βαμβάκια, τ΄αθάσια και τα καπνά κουβαλά πάνω στη ράχη της και ανθρώπους. Κι ήταν τότε που κατάλαβε, πως πλάσμα δεν φεύγει από τον τόπο του- ο Θεός κανενού να μην το δείξει- αν δεν είναι για να γλυτώσει από την κόλαση, την κόλαση που, σαν και τον παράδεισο, δεν είναι ποτέ έργο του θεού παρά μονάχα των ανθρώπων.»(σελ.29)
* Νάσια Διονυσίου, Τι είν΄ένας κάμπος/ Εκδ.Πόλις