Scroll Top

Νίκος Μυλόπουλος, Ερασιτέχνης σχοινοβάτης – Παρουσίαση από την Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Στη νέα ποιητική συλλογή του Ν. Μυλόπουλου το ποιητικό υποκείμενο μας συστήνεται εξαρχής με τον τίτλο Ερασιτέχνης σχοινοβάτης, καθώς επιχειρεί να διανύσει τον χρόνο, συνυφαίνοντας στο ποιητικό του σύμπαν, έρωτα, ζωή και ύπαρξη. Η ποιητική ψηφίδα του Μυλόπουλου κινείται μετανεοτερικά, χαμηλόφωνα, μα ταυτόχρονα πολύ εγκεφαλικά, και τούτο αποτελεί ένα ιδιαίτερο στοιχείο της ποίησής του, καθώς οι στίχοι του εμφορούνται από ένα ελεγχόμενο συναίσθημα εντός του οποίου κατοικεί η διαλεκτική, ενώ οι πλούσιες περιγραφές κουβαλούν εικόνες και επίθετα που παραπέμπουν σε ρομαντικές επιρροές και αισθητηριακά ερεθίσματα. Σύμβολα και εικόνες επιχειρούν να υφάνουν υπερρεαλιστικές ψηφίδες για να συμπληρώσουν τον ρεαλιστικό καμβά της ποίησης του Μυλόπουλου, αποτυπώνοντας έναν δικό του ρυθμό στην ποιητική του ανάσα. Πρόκειται για μια υπερρεαλιστική συμφωνία σε στέρεες ρεαλιστικές βάσεις που αποτελείται από τρεις ενότητες με τους αντίστοιχους τίτλους: ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΛΟΧΜΕΣ ΤΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ, Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΓΚΑΘΙΩΝ, ΜΙΑ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ, ενώ κάθε ενότητα περιέχει εικοσιδύο ποιήματα.
Παρόντος του χρόνου, η ανθρώπινη υπόσταση συνδιαλέγεται με το παρελθόν, σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, κάτι που δηλώνει την οικουμενικότητα της ποίησης του Μυλόπουλου. Στην πρώτη ενότητα, με τίτλο ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΛΟΧΜΕΣ ΤΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ, ο ποιητής επιθυμεί να συμπεριλάβει στους στίχους το «εμείς», ενώ ο άοριστος συνδέεται άρρηκτα με το παρόν, «Ήταν τόσες πολλές οι αναμνήσεις στο λαιμό/Που ακουστικά μας προκαλούσαν τραύματα…» Ο χρόνος κουβαλάει πόνο και παράπονο, «Στάζουν ανήφορο αυτές οι λέξεις στο παλιό της μνήμης αναλόγιο…», και οι πλούσιες εικόνες οικοδομούν ένα αισθητηριακό σύμπαν, καθώς […] «ο χρόνος σφαγμένο αρνί παραδέρνει. [..] Η θάλασσα σφυρίζει κατά πως φυσάει ο άνεμος/Ενώ η ζωή αφειδώς εκδικείται.»
   Το ποιητικό υποκείμενο στην ποίηση του Μυλόπουλου, υπακούοντας πάντα σε μια συλλογικότητα αναμετριέται με τον χρόνο αλλά και με τη βιολογική του ταυτότητα, υπηρετώντας, όχι χωρίς αντίρρηση, τα στερεότυπα. Το «Άλλο», ως άλλος Ιάσονας, στην ποίηση του Μυλόπουλου κουβαλά το βάρος της υποχρέωσης να χαράξει «θάλασσες στο μάκρος της αλκυόνης.», γυρεύοντας, το καθένα, το δικό του χρυσόμαλλο δέρας, «Ενώ η σιωπή στείρα θυμίζοντας φωτιά/το τέλος περιβάλλει της βεβαιότητας.»
   Πολλά τα σύμβολα στην ποίηση του Μυλόπουλου, καθώς ο έρωτας και το «Άλλο», το θηλυκό άλλο, διανύουν τον χρόνο σε βίους παράλληλους, ενώ το ποιητικό υποκείμενο δηλώνει, την ίδια εγγεγραμένη κοινωνική «υποχρέωση» υπαινισσόμενο, στις «Ράγες», σελ. 21: «Είμαι μια ασήμαντη σιδερένια ράγα/Δίπλα μου άλλη μία/Μοναχική επίσης/Ανάμεσά μας χαλίκια κι αγριολούλουδα/ δεν συναντιόμαστε ποτέ…». Ο έρωτας κι ο χρόνος, ο χρόνος και το διακείμενο, ως εργαλειακός πια λόγος, καταδικάζουν το συναίσθημα σε ακινησία, «Δύο σκιές άηχες πια/ακίνητες στεκόμαστε για πάντα…». Ώσπου, έμπειρο πια και εξαγνισμένο το ποιητικό υποκείμενο, «Ώστε να μη με ξεγελάσουν πάλι ο πόθος και τα όνειρα…», αντιστέκεται προς «τας υποδείξεις» κι ο χρόνος πια «λιτός», σημαίνει πια το τέλος της αθωότητας.
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΓΚΑΘΙΩΝ, η δεύτερη ενότητα, εισάγεται τριτοπρόσωπα, καθώς το ποιητικό υποκείμενο συνεχίζει το υπαρξιακό του ταξίδι στον χρόνο. Γλαφυρές περιγραφές συνθέτουν το ποιητικό του διάκοσμο […] «Αλάτι γέρικο κούρνιαζε σαν ερείπιο στις γούβες των βράχων/καθώς μεθυσμένες ηλιαχτίδες στις εσοχές βυθίζονταν των κυμάτων», και το διακείμενο αρωγός παραπέμπει σε στίχους του Ν. Καββαδία, «Με την παλίρροια επανερχόμαστε της έξαψης/Στην παράκτια γραμμή των οριζόντων.»
   Ο σφυγμός του ποιητή αντιγράφεται στους στίχους του Μυλόπουλου, «Λογχίζοντας τρεμουλιαστά την κάθε λέξη», ενώ οι υπερρεαλιστικές εικόνες συμπληρώνουν το ποιητικό τοπίο κι ο χρόνος αναλύεται, γίνεται ανάμνηση, αποκτά σώμα, γίνεται κείμενο, «Φωτογραφίες παλιές που δεν μεγάλωσαν ακόμη.» Οι επόμενοι τίτλοι, ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ΣΠΑΣΜΟΣ ΦΟΝΙΚΩΝ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ, ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΗ, περιγράφουν την εσωτερικότητα της ποίησης του Μυλόπουλου και τον διακαή πόθο του ποιητικού υποκειμένου να διυλίσει τον χρόνο, να καταλήξει στο απόσταγμα θέτοντας ανάλογα ερωτήματα: «Ποιος άραγε ορίζει το τέλος;/Εκκωφαντικά ίπτανται τα σώματα γύρω απ’ το άγνωστο/Εμβληματικά και ασυλλόγιστα.» Η ποίηση του Μυλόπουλου δανείζεται στοιχεία τραγικά, αφού το υπερκείμενο αναπνέει μέσα από την τραγικότητα των λέξεων, αποδίδοντας με λυρισμό ένα ρεαλιστικά υπαρξιακό σύμπαν. Κι όπως σε κάθε υπαρξιακή καταβύθιση, εν τέλει αναδύεται η κάθαρση. Ο ποιητής δεν υποκύπτει και πριν το «ακούσιο πέρασμα στην έφεδρο θλίψη.», αφήνει αχνά να διαφανεί η ελπίδα για αναγέννηση, «Με χούφτες φωτός/Το βρώμικο παρελθόν καθαρίζω.»
   Και ποιος άλλος θα ήταν ικανός να ξεγελάσει την «έφεδρο θλίψη», από τον έρωτα; Η τρίτη ενότητα της ποιητικής συλλογής του Μυλόπουλου με τον τίτλο ΜΕ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ, αντιγράφει τον έρωτα, σε «κάδρα διάφανα» τον κρατά και τον υμνεί με μεταφορές και σύμβολα, […] «Ακουμπώντας στο άνθος σου θα πορευτώ/Ψωμί μοιράζοντας με δάχτυλα αφρισμένα/τον καπνό παραμερίζοντας και το σκοτάδι/Με της αγάπης τη γενέθλια δύναμη.» Ωστόσο, ακόμα και μέσα στην ελπιδοφόρα ατμόσφαιρα των στίχων της τρίτης ενότητας, […] «Σταγόνα ιαματική τις νύχτες η αγάπη/Η πτέρνα ευάλωτη από παλιά/Με τον υπέργηρο χρόνο επίμονα/Εκεί ακριβώς στοχεύει.», ο χρόνος εξακολουθεί να υφαίνει υπαρξιακά ερωτήματα και η μελαγχολία, υφέρπουσα πάντα, γεννά ένα νέο ποιητικό σύμπαν, όπου το ποιητικό υποκείμενο, πάντα συλλογικά σκεπτόμενο αντιγράφει την αέναη πορεία του Σίσυφου. Η ύπαρξη αναζητά τις ρίζες της, καθώς επιστρέφει πάλι και πάλι στο χτες, στα «όρια της αθωότητας», για να καταλήξει και πάλι στις «Σκουριασμένες γωνιές της συνήθειας.», και πάλι απ’ την αρχή Έρωτας, χρόνος και εσωτερικό ταξίδι αναζητούν την τελείωση, την ένωση με το θείο, το ηθικό, το ατελές. […] «Ακτίνες, είμαστε στον ίδιο κινούμενο κύκλο…/Πόσο υπέροχο στη γη του τίποτα ν’ ανθίζεις.»
   Ανθίζει ο έρωτας κι η ελπίδα και η αναπαλαίωση της ανθρώπινης σάρκας, «Φύτρα άναρχη η έλξη κι επακόλουθες ορμές», καθώς ο πόθος περιγράφεται υπαινικτικά, σ’ ένα πρελούδιο. Η Εύα, ο Αδάμ, τα δύο «Άλλα» ενώνονται σε μία ακόμα υπόσχεση, […] «Στάξε χυμούς απ΄το αρχέγονο μήλο σου/Βραχνάδα από τη σταύρωση στο αμφίκυρτο κορμί σου./Μισάνοιχτο μύδι η κυψέλη σου/Βουρκωμένες γύρω οι μέλισσες σφύζουν./ …Έξω στριφογυρίζει σαν γιορτή/Ο ανεμοδείχτης του ενδεχόμενου.»
   Και είναι και ο λόγος που δεν ειπώθηκε, «μετέωρος τιμωρός», να μαρτυρά το αέναο του κύκλου της ίδιας της ζωής. Και ο ποιητής δεν μπορεί παρά να την υμνήσει. Γιατί η ζωή είναι ταυτόσημη με το φως, την ελπίδα, το κάθε νέο που γεννάται γιατί, […] «Ανορθόδοξα η κάθε δύση εμπεριέχει μια γέννηση/Η νάρκη μιαν υιοθετημένη ομορφιά που αιμορραγεί αοράτως.» Στους τελευταίους στίχους αναπνέει και πάλι η αντίθεση, κι ο χρόνος πάντα παρών για να δηλώσει τη ματαίωση, ωστόσο, μόνο για να δώσει έμφαση στην ελπίδα, αφού, ακόμα και αν:

[…] «Οι αγγελιοφόροι του ωραίου απεργούν κι από εχθές/Περιβολίσιο μόνον αναπνέουμε χώμα…», τίποτα δεν τελειώνει, αφού:
Μικρά παιδιά παίζουν κρυφτό με τους ανάργυρους και τους δισκοβόλους
Σκεπάζοντας τη γη με χλωροφύλλης ένδυμα εξιλέωσης
Ώσπου να μην κρυώνει
Κι ούτε να κλέβει άλλο πια τα όνειρά μας.».

Νίκος Μυλόπουλος, Ερασιτέχνης σχοινοβάτης, εκδ. Κοράλλι, Αθήνα 2021