Τα ποιήματα φθάνουν, διανύουν την εξαντλητική εποχή των μουσσώνων. Κοιτάζουν κάτω χαμηλά τις σκιές που πυκνώνουν και μες σε αυτές ξεχωρίζουν θησαυρούς και θάνατο και έρωτα. Είναι κρίσιμο να επισημάνει κανείς με τι ευλάβεια, με τι αφοσίωση τα ποιήματα επαναφέρουν πράγματα που είχαν δοκιμαστεί και είχαν επάξια κερδίσει την λήθη. Ήθη, μνήμη, ιστορία, όλα επανέρχονται δίχως τα τεχνάσματα που επιστρατεύει η ζωή. Κάθε στίχος ανασύρει από τα βάθη του εκείνο το κλειστό ερώτημα που διατύπωσε ο Ίταλο Καλβίνο. Για ποιον λόγο εξαπατώνται τα μάτια στο βυθό και η απάντηση κρύβεται στα ποιήματα που καθώς εισέρχονται σε ναούς και ενδότερα, φανερώνουν αδιάκοπα τα αληθινά ερείσματα και την μυστική κατοικία των στίχων. Ο δικός μας, αλησμόνητος Θανάσης Κωσταβάρας φώτισε πριν από χρόνια τα άδεια δωμάτια. Μες σε αυτά, ανάμεσα σε θαύματα και αμαραντόχρωμα χαλιά μπορεί να βρει κανείς την πρώτη φωνή, τον τελευταίο έρωτα, τους κλειστούς δρόμους, να μετρήσει αποστάσεις και να καλέσει σε προσκλητήριο συντελεσμένους έρωτες. Τα ποιήματα είναι ένας ολόκληρος κλειστός κόσμος, κάτι σαν το μουσείο βυθού με μια εντοιχισμένη κραυγή από άκρη σε άκρη. Μέσα από τους στίχους κατοικεί το μυθιστόρημα που δεν είναι άλλο τον ίδιο τον δημιουργό.
Τις σκηνές ενός τέτοιου μυθιστορήματος αποκαλύπτει η Χρυσάνθη Ιακώβου που επανέρχεται με τις εκδόσεις Βακχικόν και την ποιητική της συλλογή Lacrimosa. Με μια ευθεία ανταπόκριση στην μουσική δημιουργία του Μότσαρντ που επαληθεύεται στο ακροτελεύτιο ποίημα της εξαιρετικής συλλογής ο μηχανισμός της γραφής συναντά τις μνήμες. Πρόσωπα και αγγίγματα, χρώματα που επιβιώνουν, η σεμνότητα της εξομολόγησης, η διακριτικότητα ενός ποιήματος που ονειρεύεται σαν άδειο σπίτι. Είναι μονάχα με αρετές που προχωρούν τα ποιήματα της Χρυσάνθης Ιακώβου, χάντρες σπασμένες θυμίζουν από ακριβά περιδέραια.
Μια αλήθεια, Θέα, Δισταγμός, Και το πουλί κοιμήθηκε, Τετελεσμένο μερικοί από τους τίτλους της συλλογής Lacrimosa που αθροίζονται στα τριάντα εννέα ποιήματα της έκδοσης του Βακχικόν. Βροχές και καθημερινά μυστήρια ή θαύματα, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν τάχα μια δυνητική βροχή μπορεί να γίνει ποίημα ή να αλλάξει την πορεία μιας πολιτείας. Η Χρυσάνθη Ιακώβου επιστρέφει στην κινησιολογία και το χρώμα, βρίσκει τις καλύτερες λέξεις, τις πιο απλές για να περιγράψει αυτά τα γκρεμισμένα θερμοκήπια που είπαμε αναμνήσεις. Παντέρημες ακτές που τώρα καταλαμβάνονται από το μέγεθος του σώματος που μεγαλώνει πλάι στην απουσία, εκκωφαντικές πολιτείες σε ξαφνικές παύσεις, παιδιά που μεγαλώνουν σαν στίχοι, καλοκαίρια που παραμένουν αμόλυντα και αξεπέραστα, χαράσσοντας έναν δρόμο μισό πραγματικό, μισό φανταστικό που προβάλλεται στο μέλλον και ασκεί μια μεταμορφωτική επέμβαση στις συνθήκες που θρέφουν το παρόν και ανασύρουν το ποίημα. Ο Οδυσσέας Ελύτης περιέγραψε με αυτόν τον τρόπο το θαύμα που περικλείει η ποίηση εντός της όταν ανάγει σε μέγεθος την θεϊκή απλότητα και όταν χαρίζει στον έρωτα την δεύτερη ευκαιρία του. Αποσπάσματα από την ζωή, ένας νυχτερινός, παραθαλάσσιος κόσμος που ανασαίνει πλάι στα άλλα πλάσματα, ονόματα και τίτλοι που έσβησε το νερό, οι αποχρώσεις και οι ιριδισμοί, πάντοτε παρόντες στην στιχουργική της Lacrimosa, μια καμέα με σκαλιστή την σκηνή ενός καλοκαιριού, η μινιατούρα που απομένει από το παρελθόν και μεγεθύνεται μέσα από την ποιητική όραση της δημιουργού. Όλα είναι ανθρώπινα μες στο έργο της Ιακώβου και διαθέτουν εγκιβωτισμένη εντός τους την επιθυμία και το πνεύμα του όντος, μια διακριτική και διακεκριμένη αθωότητα που μεταφράζει επάξια το σφραγισμένο σύμπαν.
Η Χρυσάνθη Ιακώβου και οι εκδόσεις Βακχικόν φέρνουν στο αναγνωστικό προσκήνιο, όχι ποιήματα, αλλά αυτόματες φωτογραφίες των εραστών και της λήθης, ασύλληπτες γεωγραφίες αισθημάτων, απαντώντας καταφατικά στην διατύπωση του Edward Maybridge όταν αναγνωρίζει στην εποχή μας την πολυπλοκότητα των γραμμών που ωστόσο φανερώνουν καθαρότερες τις αφορμές των ανθρώπινων αδιεξόδων, των μεγάλων ή των μικρών μας συγκινήσεων. Σε αυτές τις λήψεις τα πρόσωπα δεν διαθέτουν μορφή, μονάχα μια μυθική εμπειρία. Δεν μιλούν, η σιωπή τους δίνει ζωή στις χορδές του ποιήματος καθώς το τελευταίο παραχωρεί μια τελευταία ευκαιρία στην ζωντανή ποσότητα. Ετούτο το σημείωμα θυμάται τις λέξεις του Γιάννη Σκαρίμπα όταν διακρίνει στα ποιήματα την χάρη μιας ζωγραφιάς σε πέτρα σκληρή, εκείνη ενός ονείρου που γίνεται μυστικό και ψάρι και θαυμάσιο τέλος της σκέψης μας.
Στο σύντομο, βιογραφικό σημείωμα η συγγραφέας παραχωρεί μια ιδέα μόνο από την διαρκή και ενεργή της παρουσία στα γράμματα της εποχής μας. Δημοσιογραφία, συνεργασία με εκδοτικούς οίκους συνιστούν ένα δείγμα μόνο από την παρουσία της Χ. Ιακώβου μες στους κόλπους της επίκαιρης τέχνης. Όλα τα υπόλοιπα θέλω να πιστεύω πως έχουν κρυφτεί μες στις στροφές του ρέκβιεμ που προσμένει γεμάτο φόβο, όχι μόνο την μέρα της ύστατης Κρίσεως μα τον συμβιβασμό του ατόμου με τις αναμνήσεις, τις απώλειες, τις ήττες του. Μες στην καινούρια συλλογή των εκδόσεων Βακχικόν υπάρχει όλος εκείνος ο χώρος που θα μπορούσε να επιτρέψει στην ιστορία μας να ανακάμψει. Ο χάρτης μας σκισμένος αφήνει τα ποιήματα να σαρώσουν όσα λησμονήσαμε καθώς εμείς, ευτυχείς αναγνώστες της Χρυσάνθης Ιακώβου, προετοιμαζόμαστε μαζί της για την μάχη που καλείται να δώσει με το συντελεσμένο, παραχωρώντας σε πράγματα και γεγονότα μια ατμόσφαιρα φτερουγική. Ατμόσφαιρα χιμαιρική.
* Lacrimosa, της Χρυσάνθης Ιακώβου από τις εκδόσεις Βακχικόν