Ο ποιητής Γιώργος Ρούσκας, μετά από έξι ποιητικές συλλογές, δύο βιβλία κριτικής λογοτεχνίας, ένα θεατρικό, επιμέλειες σε ποιητικές ανθολογίες και συμμετοχές σε συλλογικά έργα, επανέρχεται μέσα στο 2021, με δύο ακόμη βιβλία, το ένα για τις ποιήτριες Διώνη Δημητριάδου και Νίκη Χαλκιαδάκη, ( ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ, εις «ΤΟ ΑΣΥΝΑΙΡΕΤΟΝ ΣΤΟΝ ΕΣΩ ΤΟΠΟ», ─ από τις εκδόσεις Ρώμη) και τη σύνθετη ποιητική συλλογή του «Χοϊκά Χάικου, συν δύο δοκίμια», από τις εκδόσεις Κοράλι.
Δεν συνηθίζεται να προλογίζεται μια ποιητική συλλογή από τον ίδιο τον δημιουργό της. Στην περίπτωση όμως του Ρούσκα, οι δοκιμιακές παραθέσεις του, με τους αντίστοιχους τίτλους «Χάικου με γλώσσα ελληνική» και «δεπέλλιχος, Διαμορφισμός της αθανασίας» ─ ευσύνοπτες, πρωτότυπες και αρκούντως κατατοπιστικές, συγκροτούν μια πρώτης τάξεως μύηση στις ποιητικές μινιατούρες του, ενταγμένες σε δύο ξεχωριστές αλλά αλληλεξαρτώμενες ποιητικές συλλογές, με τους αντίστοιχους τίτλους «Χοϊκά Χάικου» και «Δεπέλλιχοι χοϊκοί».
Με κύριο στόχο τη νοηματική συμπύκνωση και την «εκφορά μιας ανάσας», τα χοϊκά χαϊκού του ποιητή φαίνεται να ακολουθούν τα πρότυπα αρχαίων επιγραμματικών τύπων που έμειναν αθάνατα, με μόνη τη χρήση τριών λέξεων («έρως ανίκατε μάχαν», «ζώον δίπουν άπτερον», «σκιάς όναρ άνθρωπος», «έξις δευτέρα φύσις» κ.α.,) ή ακόμη και δύο λέξεων («γνώθι σαυτόν», «χρόνου φείδου», «μηδέν άγαν», κ.α.).
Γιατί, όμως, χοϊκά; Προφανώς γιατί εδώ η ανάταση, η έκσταση, η υπέρβαση της φθοράς και του καθαρά επικαιρικού στοιχείου συντελούνται μέσα από την εστίαση στην ανθρώπινη φύση και ύπαρξη, με τις αδυναμίες και τις διαρκείς αντιφάσεις της, απότοκες και αυτές της φθαρτότητας και της αναπόφευκτης σύνδεσής του με τη γη και το χοϊκό στοιχείο.
«Γράφεις ένα μυθιστόρημα. Η συμφωνία με τον εκδότη σου προβλέπει έκταση το πολύ τριακοσίων είκοσι σελίδων. Για το οπισθόφυλλο προορίζεται ένα μικρό αντιπροσωπευτικό κείμενο. Στο εξώφυλλο θα δεσπόζει ένας τίτλος λίγων λέξεων με γενετικό υλικό από την κεντρική ιδέα του μυθιστορήματος. Αν το όλο εγχείρημα ιδωθεί λίγο αφαιρετικά, το κείμενο του οπισθόφυλλου θα μπορούσε να επέχει θέση ποιήματος. Ο τίτλος; Στην Ελλάδα επέχει θέση επιγράμματος»
Και λίγο πιο κάτω:
«Tι είναι το χάικου; Η μέγιστη συγκέντρωση της ουσίας αυτών που θα έλεγε σε εκατοντάδες σελίδες ένας συγγραφέας ή σε λίγους στίχους ένας ποιητής, συμπυκνωμένη ακριβώς στο ελάχιστο λεκτικό κύτταρο των δεκαεπτά συλλαβών με χθόνια μουσικότητα.»
(«Χάικου με γλώσσα ελληνική» σελ. 13).
1.
άκρως ηχηρές
στη σιωπή οι λέξεις
αίματος πλήρεις
[…]
ω λέξης σώμα
πόσες παρανοήσεις
σε αρρωσταίνουν;
[…]
όταν σιωπή
οι λέξεις στην πεζούλα
κάνουν τσιγάρο
(λεξεύεσθαι, από τη συλλογή «Χοϊκά Χάικου»)
Ο ποιητής, στοχαστικός, ερωτικός αλλά και συχνά είρων και δηκτικός, με γλώσσα μεικτή (προφορική και σχεδόν καθημερινή αλλά και λόγια, ακόμη και αρχαΐζουσα) εμφανίζεται και εδώ υπαινικτικός. Με μακρόχρονη σπουδή στην παράδοση και θέματα κοινωνικά, φιλοσοφικά και προπαντός ανθρώπινα, οι ολιγοσύλλαβες ποιητικές συνθέσεις του (τρίστιχα σε διάταξη συλλαβών αντίστοιχα 5-7-5), σε σημεία εμφανώς ανατρεπτικές και έκκεντρες, φιλοδοξούν να ενώσουν την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό μας, τόσο με τη γιαπωνέζικη κουλτούρα των πατροπαράδοτων χάικου, όσο και με τη διαχρονική ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου τους για λόγο λακωνικό, καίριο και οικουμενικό.
με λίθο μνήμης
παλιά πληγή σφραγίζει
ουλής το ίχνος
[…]
κρίνεις δικάζεις
ωρύεσαι χλευάζεις
σον φόβο κρύβεις
[…]
συγχώρεσέ μου
τα λάθη τις ελλείψεις
τόσο μπορούσα
(σχετίζεσθαι, από τη συλλογή «Χοϊκά Χαϊκού»)
2.
ολάνθιστος εχίνωπας
αμυγδαλιά κορτάρει
σφυρίζοντας τα προσπερνάς
όσα δεν κατορθώνεις
[…]
χινοπώρου τα κάστανα
νεότητας ο έρως
[…]
το τζάκι καίει
όλα τα ξύλα
αδιακρίτως
[…]
ίσως εσύ που ήξερες
να είσαι που δεν ξέρεις
[…]
όπως οι πέντε
και η αγκαλιά
αίσθηση είναι
(«δεπέλλιχοι χοϊκοί»)
«Δεκαπεντασύλλαβοι υπάρχουν κάθε μέρα στη ζωή μας κι ας μην το συνειδητοποιούμε. Γνωμικά, παροιμίες, αποφθέγματα, ρήσεις του λαού πάντοτε στο προσκήνιο, ισχυροποιούν επιχειρήματα όχι μόνο στον γραπτό αλλά και στον προφορικό λόγο», γράφει ο Ρούσκας, στο δεύτερο κατά σειρά εισαγωγικό δοκίμιό του, με τον τίτλο Δεπέλλιχοι χοϊκοί, όπου Δεπέλλιχος = αυτοτελής, δεκαπεντασύλλαβος, ελληνικός, στίχος. Αξιοποιώντας τη συγγένεια στον μορφισμό του ελληνικού δεκαπεντασύλλαβου με τον ιαπωνικό δεκαεπτασύλλαβο, ο ποιητής τοποθετεί δίπλα στον δόκιμο όρο «διακειμενικότητα» τον όρο «διαμορφισμό», επισημαίνοντας ότι μεμονωμένοι στίχοι από τον Διγενή μπορούν να σταθούν ως αυτοτελείς δεπέλλιχοι («Ο Διγενής ψυχομαχεί κι’ η γη τονε τρομάσσει», «Τρίτη εγγενήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνει», «Κι όθε χτυπάει ο χάροντας το αίμα τράφο κάνει»…). Αντίστοιχες αυτονομίες ανιχνεύει και σε τραγούδια ιστορικά αλλά και της ξενιτιάς, του γάμου και της αγάπης, σε νανουρίσματα, μοιρολόγια, ακόμη και τα κάλαντα ή τις κρητικές μαντινάδες, οι οποίες άλλωστε, μέχρι και σήμερα συνεχίζουν να γράφονται, να απαγγέλλονται και να τραγουδιούνται από τον λαό μας.
Σταθμό στην πορεία του δεκαπεντασύλλαβου και γενικότερα της ποίησης από τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους, θεωρεί βέβαια τον «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντσου Κορνάρου και την Ερωφίλη του Χορτάτζη, ενώ δεν παραλείπει να αναφερθεί σε στίχους του Σολωμού («Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη», «Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια»), οι οποίοι, όπως καταθέτει, θα μπορούσαν κάλλιστα να αυτονομηθούν ─ και έχουν πράγματι αυτονομηθεί, θα προσθέταμε, έχοντας περάσει ως ξέχωροι και εμβληματικοί στη γλώσσα και στη συνείδηση όλων μας.
* Γιώργος Ρούσκας, «Χοϊκά Χάικου, συν δύο δοκίμια»/εκδ. Κοράλι, 2021