Μεταφορικά μιλώντας, με τη λέξη παλίμψηστα (στην κυριολεξία: υπερκείμενα) εννοούμε όλα τα έργα που προέρχονται από κάποιο παλαιότερο έργο, μέσω μετασχηματισμού ή μίμησης. «Ένα κείμενο», αναφέρει ο Ζενέτ, «μπορεί πάντα να διαβάζει ένα άλλο, και ούτω καθεξής ως το τέλος των κειμένων. Και τούτο εδώ δεν ξεφεύγει από τον κανόνα: τον εκθέτει και εκτίθεται κι αυτό το ίδιο. Θα διαβάσει καλά όποιος διαβάσει τελευταίος». Κρατώ στα χέρια μου το νέο πόνημα της Διώνης Δημητριάδου. Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή. «Λύκος και Δαίμονας μαζί» εγγράφεται ως υπότιτλος. Καθώς προχωρώ στην ανάγνωση, η λέξη με προσκαλεί να αναστρέψω την αναγνωστική μου περιήγηση.
Η μορφή του Λύκου επανεγγράφεται στο έργο της Διώνης Δημητριάδου υπηρετώντας ένα σύμβολο που παραπέμπει σε πρότερες αναγνώσεις. Το ύφος και ο λυρισμός των στίχων της, που δεν στερείται ρεαλισμού, παραπέμπουν σε έργα τής αρχαίας ελληνικής γραμματείας με έντονα υπερρεαλιστικά στοιχεία, όπου το ονειρικό διαπλέκεται με ψυχαναλυτικές προεκτάσεις. Η θεματική της συνδέεται με την ανθρώπινη υποτροπή, με την ανθρώπινη αγωνία η οποία αναμετράται με τη θλίψη αλλά και της συνειδητοποίησης αυτής.
Ο λόγος της Δημητριάδου εναλλάσσεται μεταξύ πρωτοπρόσωπης αφήγησης σε πρώτο ενικό πρόσωπο και απεύθυνσης σε β΄ πληθυντικό, […] «Κρατιέμαι από τον ήχο των βουνών, το σάλεμα των δέντρων, σαλοί όλοι σας κι ας μην το μάθατε από μένα, υπόγειοι ποταμοί βουίζουν στο κεφάλι μου και προκαλούν να ακούσετε, …» καθώς και σε πρώτο πληθυντικό: […] «Ολονυχτίς γυρεύαμε τον άγγελο/όλοι του παραδείσου εκπεσόντες…», ενώ ο Λύκος άλλοτε γίνεται υποκείμενο τριτοπρόσωπης αφήγησης, […]«Στη μοναξιά του/ο Λύκος μαθημένος/μόνο την α-πορία του γνωρίζει…». Η ποιητική της παραπέμπει σε τραγικούς ήρωες, όπου τα σύμβολα και τα ευρηματικά λεκτικά σχήματα αποτελούν τον πυρήνα της έργου τής Δημητριάδου. Άλλωστε, όπως η ίδια αναφέρει σε πρόσφατη συνέντευξή της, «…το ίδιο βιβλίο γράφεται πάντα, μόνο με διαφορετική μορφή. Εναπόκειται στον αναγνώστη να βρει τα ίχνη που οδηγούν στον συγγραφέα.»
Ο Λύκος γίνεται ο Δαίμονάς της και ο Δαίμονας επανεγγράφεται ως Λύκος, ενώ η συνείδηση του αιμάσουσα, χτυπά σαν φλέβα εξ αφορμής της συνομιλίας της ποιήτριας με τον αναγνώστη, με πρότερα κείμενα αλλά και με το εσώτερο εγώ. […] «Ο Δαίμονάς μου θα με τυραννά/δεν θα γνωρίζει ούτε γιορτή ούτε σχόλη/σε ανήφορο ανελέητο σπαρμένο βράχια θα με οδηγεί…» Ο Δαίμονας, οι τύψεις τραγωδούν υπαινικτικά τους στίχους της Δημητριάδου. Σαν τον τυφλό Οιδίποδα που κατατρέχεται από τύψεις για το φρικτό αμάρτημα που έχει διαπράξει, η ποιήτρια κατατρέχεται από τις δικές της τύψεις, ενώ ο Λύκος μέσα της αδυνατεί να βρυχηθεί, καθώς τρομάζει απ’ την σκληρότητα που αντικρίζει περιδιαβαίνοντας τις πόλεις των ανθρώπων.
Στον «Οιδίποδα» του Αντρέ Ζιντ ο Τειρεσίας επιστρέφοντας από το μαντείο των Δελφών απαντά στην ερώτηση του Οιδίποδα «Τι λέει το μαντείο;» με υπαινικτική αναφορά στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, «Ότι υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο». Ο Λύκος της Δημητριάδου μπαίνει σούρουπο στην πόλη σιγοπατώντας, […] «Εδώ λοιπόν είναι ο τόπος/είπε σχεδόν ψιθυριστά/να μην ακούσει ο ίδιος τη φωνή του.»
«Εδώ η “Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή” περισσότερο είναι η περιπέτεια της σκέψης μου», αναφέρει η Δημητριάδου και τούτο ισχύει, καθώς η ποιήτρια σαν άλλη Αριάδνη ακολουθώντας τις σκέψεις της παραδίδει τον μίτο της στον Δαίμονά της κι εκείνος σαν άλλος Ιάσονας πείθεται και την ακολουθεί. […]«Η Αριάδνη μια προδοσία ολοφάνερη/Θα βρεις τον δρόμο μου ‘λεγε/κι εγώ πιστός/πιάστηκα στην παγίδα.» Ο Λύκος γίνεται σύμβολο, θρηνεί, […] «πώς γίνεται και σβήνω/λιγοστεύω/γυρνώντας μες στην πόλη σαν έρημος λύκος ταπεινός…» θυμώνει, […] φοβήθηκα όσο ανατριχιάζω στη ματιά σας, λύκοι εσείς Λύκος εγώ…», σαν άλλος Τειρεσίας προφητεύει σχεδόν σπαρακτικά, […] «Στάλα νερό δεν προνοήσαμε/άδεια πιθάρια θα μας θάψουν/σαν τους παλιούς προγόνους/με τα οστά μας θρύψαλα…». Η ποιήτρια, ο Λύκος της, κινείται ουμανιστικά, αποδέχεται το μερίδιό της στη φθορά, στην αλλοτρίωση «… ίδιο με φτιάξατε …» θα πει ο Λύκος στους ανθρώπους.
Ο Λύκος της Δημητριάδου σπαράζει εμπρός τον πόνο και την αδικία που πλανάται στα επίγεια. Είναι ένα σύμβολο που φτιάχτηκε για να δηλώσει την υπερβολή, ζει εκεί όπου τα όρια έχουν εκπέσει. […] «Αθώοι του αίματος οι εκπεσόντες άγγελοι/τουλάχιστον προσπάθησαν πολύ να περισώσουν ολίγο από το ταπεινό σαρκίο τους/εν μέσω θάλλουσας ψυχής….». Αντίθεση. Ο Λύκος ως εκπεσών άγγελος ομολογεί πως το γένος των ανθρώπων δεν έχει ανάγκη τη δική εκφοβιστική μορφή, τα ένστικτα που ταυτίζονται με άρπαγες δεινούς, σκληρότητα και υπακοή στους ωμούς νόμους της φύσης. Οι άνθρωποι έγιναν ίσοι, ίδιοι και χειρότεροι από εκείνον.
Οι σκέψεις ταλανίζουν τον ποιητή, η Δημητριάδου δεν τον εξαιρεί. […] «Φόβοι νυχτερινοί…», «…χλευάζουν την ταπείνωσή τους σ’ αυτό το τσίρκο δωμάτιο…», «…κι ο Λύκος σε φευγαλέο πέρασμα – ας μοιραστεί τον φόβο μου…», κι αλλού θα αγωνιά ο ποιητής, [..] «ποιητική ανάπαυλα θα ορίζει στείρα πορεία/ στέρφα γη/μόνο στιχάκια σκόρπια ν’ ανασάνουνε/ κι όλα στου Λύκου το στόμα θα ηχούν», θα ομολογήσει η ποιήτρια.
Λέγεται πως ποίηση είναι ένα τέχνασμα. Επαναλαμβάνει στη μυστηριώδη τάξη των λέξεων του ποιητή τη μυστηριώδη τάξη που στηρίζει τον κόσμο της δημιουργίας. Μυστηριώδης γιατί είναι ανεξήγητος, όπως ανεξήγητη είναι και η ποίηση. Ο Φερνάντο Πεσσόα κάπου αναφέρει: «Ο ποιητής είναι ένας υποκριτής. /Υποκρίνεται τόσο τέλεια/που φτάνει να υποκρίνεται ότι είναι πόνος /ο πόνος που στ’ αλήθεια νιώθει». Μα η ποιητική της Δημητριάδου είναι πόνος. Ο πόνος που στ’ αλήθεια νιώθει η ποιήτρια αποτυπώνεται στους στίχους της με κοφτερή γλώσσα, επίθετα που δεν φείδονται αυστηρότητας, ενώ τα ρήματά της κινούνται ενώ περιγράφουν. Το ποίημα ομιλεί, αγριεύει, […] «αγρίεψε το ποίημα/σκλήρυνε η όψη του πολύ/δεν την αντέχει τη γραφή/πολλές γωνιές κοφτερές αίμα θα βγει απ’ τα σπλάχνα του…». Ίσως αναζητά την κάθαρση, ίσως οι στίχοι, οι λέξεις αναζητούν τη λύτρωση, καθώς ο έλεος κι φόβος τις καταργεί και το ποίημα.., «…να πως λειψό απομένει/με μιαν αναπηρία έκδηλη/
[πότε εγώ δεν το αντέχω
πότε εκείνο δεν μπορεί…]
Πενήντα εννέα ποιητικές συνθέσεις, κάποιες πεζόμορφες, συνθέτουν το νέο πόνημα της Διώνης Δημητριάδου, όπου επέλεξε «…σαν σε καθρέφτη…» ο Λύκος της να επανεγγραφεί […] «με μιαν αόριστη (μπορεί και αμήχανη) επιθυμία» να «αντικρίζει στον καθρέφτη.» Μοναχική η πορεία του ποιητή κι ο δρόμος συχνά ματωμένος.
Ο Λύκος μου ο πιο σκληρός
το πιο μοβόρο πλάσμα
στο αίμα έπνιξε
τα προσωπεία όλα
μόνος προβάλει πια
είμαι η μόνη λύση
λέει με σιγουριά
κι εγώ
το ξέρω
του απαντώ…
«Τρισέρημος» ο ποιητής, «μονήρης εν τω βίω», κυνηγημένος από τις ερινύες των στίχων του αντικρίζει τον κόσμο απαντώντας στον καθρέφτη του.
κι εγώ:
«δεν σου αρκεί
που καταστάλαξες
όλο το μέσα μου
φλέβες αποστραγγισμένες
θες τώρα και το πρόσωπο μου;»
Το πολύπλεγμα των υπερκειμενικών σχέσεων/Διώνη Δημητριάδου “Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή” – Παρουσίαση από την Κατερίνα Παπαδημητρίου
12/03/2021