Η Τζένη Μανάκη στο μυθιστόρημά της Με το χέρι στο στήθος (Ωκεανίδα 2020) συνθέτει έναν πανοραμικό πίνακα της εποχής με γεγονότα της πρώτης δεκαετίας του 21ού αιώνα. Στο κέντρο του τοποθετεί τον άνθρωπο και τα αγωνιώδη του προβλήματα.
Το βιβλίο, ερωτικό κατά βάση, αλλά και κοινωνικό, ψυχογραφικό, πολιτικό, έχει ως πυρήνα του ένα ελληνικό νησί. Η δράση του ωστόσο εξακτινώνεται στο Λονδίνο, τη Τζέρμπα, την Τύνιδα, το Παρίσι, εκδιπλώνοντας το πανόραμα του κόσμου μας, τις αγωνίες, τα προβλήματα της εποχής μας.
Πρωταγωνίστρια η Νικολέττα-Θεοδώρα Πάζη, δημοσιογράφος, μια καλλιεργημένη γυναίκα με αγγελικά χαρακτηριστικά ως προς το ήθος και τη συμπεριφορά. Η τυχαία γνωριμία της με έναν παράξενο άγνωστο που μοιάζει με τον άνδρα στον πίνακα του Ελ Γκρέκο «Ο ευγενής με το χέρι στο στήθος», θα πυροδοτήσει τη σπίθα στην πλοκή. Ο Γαλλοαλγερινός συγγραφέας Φουάντ Μαζίν με τον οποίο θα συνδέσει τη ζωή της, θα γίνει η αιτία να ξετυλιχθεί ένα κουβάρι εξελίξεων που θα περιλάβει ερωτικά, κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά.
Οκτώ κεφάλαια με πρωτοπρόσωπη εξομολογητική αφήγηση. Συνδυασμός αυθεντικότητας και μυθοπλασίας, ρεαλισμού και λυρικής έκφρασης. Το μυθιστόρημα ξεκινά in medias res. Με την τεχνική του flash back, και της προοικονομίας, αλλά και τον εγκιβωτισμό παράλληλων ιστοριών, από το στενό δρομάκι της Τύνιδας, που θα αποτελέσει την αφετηρία για την πλοκή, η συγγραφέας θα μας ταξιδέψει στις πόλεις όπου διαδραματίζονται οι ζωές των πρωταγωνιστών, θα ανασάνουμε τον αέρα τους, θα γευτούμε τις κουλτούρες τους.
Η Τζένη Μανάκη ανατέμνει με νυστέρι βαθύ το αρχέγονο ζήτημα του έρωτα, τη θέση της γυναίκας στον κόσμο, τις σχέσεις ανδρών-γυναικών, την κτητικότητα, την ετερογλωσσία στην ερωτική σχέση. Πραγματεύεται την ενδοοικογενειακή βία, τα τραύματα, τις προκαταλήψεις των μικρών κοινωνιών και τις επενέργειές τους στις ζωές των κατοίκων, την οικονομική κρίση, το προσφυγικό, τη δημοκρατία, τον φονταμενταλισμό, τη δημοσιογραφία, το δίκαιο, τη διαφθορά στην πολιτική.
Την απασχολεί η ματαιοδοξία, πληγή του πολιτισμού μας, η αδυναμία των ανθρώπων να επικοινωνήσουν, να συνεννοηθούν με τον λόγο,[i] αλλά και η ευτυχία. Το βιβλίο κάνει εκτενείς αναφορές στα προβλήματα της Αλγερίας. Αναφέρεται στη δράση των φανατικών μουσουλμάνων εξτρεμιστών, τη δικτύωση, τη στρατολόγηση, τα θύματά τους.
[…] Σε ποιον αιώνα άραγε θα πρέπει να φτάσουμε για να καταφέρουν οι γυναίκες να είναι κυρίαρχες του σώματος και της ψυχής τους; Ποιος πρώτος χαρακτήρισε ως αμαρτία τον έρωτα; Και μιλάμε για θρησκεία που κηρύσσει την Αγάπη ως υπέρτατο αγαθό… […] (σελ. 134-5)
Το έργο συνομιλεί με το θέατρο και τη λογοτεχνία τον Προυστ, τον Στρίντμπεργκ, τη Δημουλά, τον Σαίξπηρ, τον Ιονέσκο. Υπό τους ήχους μουσικής και με φόντο το Λονδίνο, το ελληνικό νησί ή το Παρίσι, ξεδιπλώνονται χαρακτήρες εκλεπτυσμένοι, ρομαντικοί, με αγγελικά χαρακτηριστικά και τάση προς την καλλιτεχνική δημιουργία (Νικολέττα, Φουάντ, Έριχ), αλλά και σκοτεινοί, με νιτσεϊκά στοιχεία, δυνάμεις που πηγάζουν από τα ένστικτα (Γιάννης) ή προσωπικότητες διαταραγμένες (Αίγλη).
Το σκότος στο βιβλίο είναι τόσο πνευματικό όσο και πολιτικό. Το χέρι στο στήθος για να συγκρατήσεις τους ανεξέλεγκτους παλμούς της καρδιάς που προκαλεί η τέλεια ομορφιά ή ο αβάσταχτος ψυχικός πόνος ή, ακόμη, και για να κρατήσεις με αγάπη κάτι πολύτιμο![ii]
Η Τζένη Μανάκη στο μυθιστόρημά της Με το χέρι στο στήθος βγαίνει έξω από τα εθνικά σύνορα, αποφεύγοντας την εσωστρεφή ηθογραφία. Αφηγείται χωρίς αγκυλώσεις και δυσκαμψίες, ξεσκεπάζοντας τη μεγάλη φαντασμαγορία της ζωής και φέρνοντας μια βαθύτερη ενατένιση των προβλημάτων που μας απασχολούν. Δημιουργεί τύπους αληθινούς με όλη τους την ψυχογραφική πολυπλοκότητα.
[…] Ήθελα να μιλήσω με κάποιον… γιατί δεν είχα φίλες εδώ; Γιατί δεν είχα συνδεθεί ποτέ ουσιαστικά με κάποια από τις τόσες γνωστές γυναίκες; Σκέφτηκα διαδοχικά την Άλις, την Άριελ, κάποιες από τον δημοσιογραφικό κύκλο σίγουρα θα έπασχα από κάποιο προσωπικό έλλειμμα κοινωνικότητας, δεσίματος, αγάπης, εμπιστοσύνης, δεν ξέρω τι άλλο. Ίσως από τον φόβο του ανταγωνισμού… Ναι, υπήρχε έντονος… Τον αντιλήφθηκα από τα φοιτητικά ακόμη χρόνια. Είχα αμφισβητήσει την ύπαρξη φιλίας μεταξύ γυναικών, όχι μόνο από προσωπική εμπειρία, αλλά και από παρατήρηση. Όταν υπήρχε ένας αρσενικός ανάμεσα στις συντροφιές, «έβγαιναν» μαχαίρια στη διεκδίκησή του. Άκουγα συχνά τη μία να υπονομεύει την άλλη, και ας διατείνονταν ότι ήταν φίλες αγαπημένες. […]
Οι ήρωες γίνονται αφηγητές της σύγχρονης ιστορίας, για να εκφράσουν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης προσωπικότητας, τη σύγχυσή της ανάμεσα στο αντικειμενικό και το υποκειμενικό, τον μετεωρισμό της ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα. Με το ανοιχτό τέλος η συγγραφέας επιθυμεί να αποτυπώσειτη ρευστότητα και την αβεβαιότητα της ζωής. Η καλά δουλεμένη πλοκή με τους αληθοφανείς χαρακτήρες, οι λεπτές ψυχογραφίες, το κοσμοπολίτικο πνεύμα, οι παραστατικές περιγραφές, τα αυτοαναφορικά και διακειμενικά στοιχεία παρέχουν εγγύηση καλής και αξιανάγνωστης λογοτεχνίας.
Η Τζένη Μανάκη στο μυθιστόρημά της Με το χέρι στο στήθος, συγκεράζοντας τον ρεαλισμό με τον λυρισμό, αναπαριστά την πολυπλοκότητα της ζωής και του ανθρώπινου ψυχισμού. Δημιουργεί μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα και πολυπρόσωπη αφήγηση με σαφείς ιδεολογικές προεκτάσεις που δίνει έμφαση στην ατομικότητα, τον ανθρωπισμό, την ελεύθερη βούληση και την κρίση.