Scroll Top

Βάλια Ζαπώνη, Σοκολατάκια γεμιστά με πορτοκάλι – Κριτική από την Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη

Η φιλόλογος Βάλια Ζαπώνη εξέδωσε την πρώτη συλλογή διηγημάτων της με τίτλο «Σοκολατάκια γεμιστά με πορτοκάλι», εκδόσεις Το Κεντρί, 2022, που αποτελείται από οκτώ ρεαλιστικά και ηθογραφικά διηγήματα, όπου με όχημα τη μνήμη και την αναμόχλευση βιωματικών εμπειριών καταθέτει μια εικόνα της νεώτερης επαρχιακής πραγματικότητας από την μετεμφυλιακή Φλώρινα μέχρι τις μέρες μας. Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί ο πίνακας του πατέρα της Δημήτρη Βέγλη με τίτλο “Ο ποταμός Σακουλέβας”, με το κόκκινο προς κεραμιδί χρώμα να κυριαρχεί με τρόπο που λες και ο Σακουλέβας, το ποτάμι της Φλώρινας, θέλει να ξεβγάλει τις πίκρες και τις αγωνίες των κατοίκων της για να αναδείξει τη ζωντάνια και τις χαρές τους.
Τα οκτώ διηγήματα, χωρίζονται σε τέσσερις ενότητες, οι τίτλοι των οποίων αποτελούν σημαινόμενα των θεματικών που πραγματεύεται η συλλογή προϊδεάζοντας τον αναγνώστη. Στην πρώτη ενότητα με τίτλο «Γυναίκα» εμπεριέχονται τα διηγήματα «Η γέννα της καρδιάς», «Θα σας στοιχίσει ελάχιστα», «Σοκολατάκια γεμιστά με πορτοκάλια», όπου σκιαγραφείται η βίωση τραυματικών εμπειριών σε σχέση με τη μητρότητα, καθώς και η οδυνηρή κακοποίηση της γυναίκας. Ακολουθεί η ενότητα «Οι φίλοι μας τα ζώα», όπου εντάσσεται το διήγημα «Ευτυχώς ο Λουδοβίκος δεν πνίγηκε στο Σακουλέβα», όπου στιγματίζεται η βία κατά των ζώων. Στη τρίτη ενότητα με τίτλο «Μετανάστευση» εμπεριέχονται τα διηγήματα «Ο Χαμίντ πάει στην Ινδία να παντρευτεί», όπου η Ζαπώνη περιγράφει την προσωπική εμπειρία του Αφγανού Χαμίντ σύγχρονου πρόσφυμα στον τόπο μας, θύμα της Ρωσικής κατοχής της χώρας του, των Ταλιμπάν, της αμερικάνικης παρέμβασης αλλά και των στερεότυπων και πνιγηρών παραδόσεων των δικών του, όπως την αφηγήθηκε ο ίδιος, ο οποίος κατορθώνει τελικά να απελευθερωθεί από τον πνιγηρό κλοιό των δικών του με τίμημα να τους χάσει, αλλά και να βρει νόημα και χαρά στη βίωση της ερωτικής συντροφικής σχέσης με την γυναίκα της καρδιάς του. Στην ίδια ενότητα και το διήγημα «Για όλα φταίει ο Λουμούμπα», όπου αρχίζει με την μετεμφυλιακή ρημαγμένη και πάμφτωχη Φλώρινα και συνεχίζει με τις στυγερές βιαιοπραγίες των Βέλγων στο Κογκό και την επανάσταση του Λουμούμπα που εξαναγκάζει τον Φλωρινιώτη οικονομικό μετανάστη να ξεριζωθεί από το Κογκό και να χάσει τη μαύρη αγαπημένη του. Εδώ η συγγραφέας με έναν ήπιο σαρκασμό περιγράφει τη συνθήκη του παλιννοστούντα Φλωρινιώτη, ο οποίος σε αντίθεση με τον Χαμίντ, τον ήρωα του προηγούμενο διηγήματος, ενίδει στα ρατσιστικά στερεότυπα και τις πιέσεις της οικογένειας του και παντρεύεται μια ψυχρή και ολόλευκη Ελληνίδα. Η επόμενη ενότητα «Ήθη και έθιμα» αποτελείται από το διήγημα με τίτλο «Ψυχοσάββατο των γλυκών». Εδώ η συγγραφέας με ζωντάνια και γλαφυρότητα και με όχημα τη γευστική μνήμη που έχει διαποτίσει τα γευστικά της κύτταρα, αναθυμάται κι αναβιώνει σχεδόν την γαστρονομική πανδαισία, όπου τα αραδιασμένα πάνω στους τάφους πρόσφορα φτιαγμένα από τα χέρια των γυναικών για τους αγαπημένους νεκρούς τους μεταμορφώνουν Το ψυχοσάββατο των Νεκρών σε Γιορτή των Γλυκών παραπέμποντας στις αρχαίες χοές και παρομοιάζοντας τα αραδιασμένα εδέσματα με τα αραδιασμένα ψίχουλα που οδήγησαν τον Χάνσελ και τη Γκρέτα να βρουν το δρόμο της επιστροφής. Στην τελευταία ενότητα «Ψυχική υγεία» στο διήγημα «Μουσείο ψυχικής υγείας», θίγει με εύσχημο τρόπο τα κακώς κείμενα στο χώρο της παραδοσιακής ψυχιατρικής θεραπευτικής αντιμετώπισης της ψυχικής διαταραχής.
Η Ζαπώνη πετυχαίνει εύσχημα την ανατροπή στα διηγήματά της. Όπως μέσα στη χειμωνιάτικη μουντάδα και υγρασία που τη νιώθει κανείς ως το μεδούλι ξαφνικά ξεπροβάλει ένας ήλος ολόλαμπρος που οι αχτίδες του ζεσταίνουν κι αγαλλιάζουν την καρδιά, έτσι μέσα από το οδυνηρό και το κακό αναδύεται το ελπιδοφόρο, το ευπροσήγορο και το ωραίο. Από την οδυνηρή ματαίωση της βίωσης της βιολογικής μητρότητας της ηρωίδας πχ αναδύεται η γέννα της καρδιάς που αφορά στην υιοθεσία. Όπως επίσης και στο διήγημα «Ευτυχώς ο Λουδοβίκος δεν πνίγηκε στο Σακουλέβα» όπου τη δολοφονική βία κατά του σκύλου Λουδοβίκου ανατρέπει σε θρίαμβο της ζωή και της ζωοφιλίας η αλτρουιστική βουτιά του πόντιου επαναπατριζόμενου που τον διασώζει από τον παγωμένα νερά του Σακουλέβα.
Αυτό κάνει επίσης με τον ίδιο πετυχημένο τρόπο και στην αντίθετη περίπτωση. Μέσα από την περιγραφόμενη ομορφιά της συνθήκης της χαράς της ζωής, ξεπηδά το κακό και το ειδεχθές. Το αναδεικνύει εύσχημα πχ στο ομώνυμο διήγημα απ’ όπου και ο τίτλος του βιβλίου, όπου την χαρά και την ομορφιά της ζωής που εκφράζεται στο πρόσωπο της όμορφης και λαχταριστής ηρωίδας, της Μαρίκας που έφτιαχνε τα πιο λαχταριστά σοκολατάκια με πορτοκάλι, καταπνίγουν οι προκαταλήψεις, ο στυγερός μισογυνισμός του Καντιώτη και η φονική ζήλια του μάτσο και γυναικοκτόνου συζύγου. Το διήγημα αρχίζει με μια υπέροχη περιγραφή ανεμελιάς και γευστικής απόλαυσης: «Ονομαστά τα σοκολατάκια της Μαρίκας, όλη η Φλώρινα μιλούσε γι αυτά… Με μπόλικες στρώσεις σοκολάτας, απ’ έξω και μέσα, η γεύση του πορτοκαλιού ξεσήκωνε τις αισθήσεις. Αν δοκίμαζες δύσκολα σταματούσες. Ο ουρανίσκος κόντευε να εκραγεί η γλώσσα πλατάγιζε και το γλυκό μούδιασμα από την ηδονή, απλωνότανε σ’ όλο το σώμα σου.» (σ. 19), για να καταλήξει στην αναπαράσταση της αποτρόπαιας φονικής συνθήκης: «Το μαχαίρι ανεβοκατέβηκε με λύσσα στο αφράτο κατάλευκο δέρμα της και ξεχύθηκε το αίμα, πήδηξε στα πλακάκια της κουζίνας. Ενώθηκε με το σιρόπι και πορεύτηκαν μαζί αίμα και κουβερτούρα σ’ ένα ξέφρενο ρυθμό καταστροφής και θανάτου.» (σ. 24).
Η γραφή της Ζαπώνη είναι ρέουσα, με πλούσια και γλαφυρή γλώσσα και με κάποια στοιχεία πολιτικής ρητορικής, ενώ το ύφος της χαρακτηρίζεται από μια νοσταλγική, ηθογραφική και ρεαλιστική ματιά, από βαθιά κοινωνική ευαισθησία και πολιτική συνείδηση, εμπλουτισμένη με διακειμενικά στοιχεία.
Στα «Σοκολατάκια γεμιστά με πορτοκάλι» η Βάλια Ζαπώνη μιλά για βιωματικές εμπειρίες, ψυχοκοινωνικές συνθήκες και ντοπιολαλιές του τόπου της. Ο τόπος και η γλώσσα άλλωστε τρέφουν τον ψυχισμό του ατόμου και τρέφονται από αυτόν. Τον διαμορφώνουν και διαμορφώνονται από αυτόν. Οι ιστορίες των ηρώων της Ζαπώνη μας πικραίνουν όπως η οδυνηρή κι απάνθρωπη γυναικοκτονία, η σκοταδιστική εκκλησιαστική επιβολή κατά την περίοδο της χούντας στη Φλώρινα του μισαλλόδοξου ιεράρχη Αυγουστίνου Καντιώτη, η βία απέναντι στα ζώα, η συνθήκη ξενότητας του μετανάστη κλπ. Αναδεικνύει επίσης ηθογραφικά και ψυχοκοινωνικά θέματα και στιγματίζει ακραία κι απάνθρωπα φαινόμενα, σαν την απαγόρευση της ντοπιολαλιάς π.χ. όπως πολύ όμορφα αναφέρεται στο ομώνυμο με το βιβλίο διήγημα: «Πολύ την ευχαριστούσε να ακούει την τοπική διάλεκτο. Ένα κατρακύλισμα από ήχους και φωνές της ζωντανής ζωής, αυτή τη ντοπιολαλιά, που παρά το κυνηγητό από τους εθνικόφρονες, στάθηκε αδύνατο να εξαλειφτεί από τη δημόσια εκφορά της, και μιλιόταν στα φανερά σε πανηγύρια και άλλες συνάξεις, στις λαϊκές αγορές, στις συναθροίσεις τις ιδιωτικές και τις δημόσιες» (σ. 20). Παράλληλα τα διηγήματα της Ζαπώνη μας γλυκαίνουν στάζοντας τη σοκολατένια γλύκα τους και το πορτοκαλένιο άρωμά τους με ανατάσεις ζωοφιλίας, με γαστρονομικές και γευστικές πανδαισίες στα νεκροταφεία όπου το Σάββατο των Νεκρών μεταμορφώνεται σε Γιορτή των Γλυκών και πολλά άλλα που αναδεικνύουν την ομορφιά και τη χαρά της ζωής.

Βάλια Ζαπώνη, Σοκολατάκια γεμιστά με πορτοκάλι, Διήγημα, Εκδόσεις Το Κεντρί, 2022, σ. 70