Μια εκτενής ομολογία μεταξύ του Εγώ και του Εσύ
Από την ανάγνωση, των πρώτων κιόλας στίχων, του νέου πονήματος του Βασίλη Ρούβαλη εισάγομαι σ’ έναν «μονόλογο», ο οποίος αποτελεί ουσιαστικά «μια εκτενή ομολογία μεταξύ του Εγώ και του Εσύ (επομένως, του Ενός) στον χώρο που ορίζεται μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας». Πρόκειται για μία ποιητική αφήγηση, η οποία παραπέμπει σε σύγχρονη μονωδία, όπου ο αναγνώστης θα μπορούσε ν’ αναγνωρίσει «ψήγματα» από το δικό του «οντολογικό φάσμα». Ανακαλύπτω ένα κείμενο που συνομιλεί με την ποίηση, ενώ η ποίηση συνομιλεί με τον ποιητή και ο ποιητής με την ίδια του την ύπαρξη.
Αν κι ελεύθερη ως στίχος, η ποιητική του Ρούβαλη υπηρετεί πάντα το μέτρο. Η μουσικότητα των στίχων του με ωθεί να συνδεθώ συνειρμικά με την Αιολική ποίηση, ν’ αναπολήσω τους στίχους του Αλκαίου και της Σαπφούς. Η ποιητική του αντλεί τις ρίζες της από τη μετρική του Σολωμού ή του Χριστόπουλου. Άλλωστε, το πλήθος των διακειμενικών αναφορών αναδεικνύουν την εμβρίθεια της λογοτεχνικής του μελέτης. Οι αναφορές στον «δάσκαλό» του, όπως ο ίδιος αναφέρεται για τον Δ. Σολωμό στις σημειώσεις του, στο Ρώμο Φιλύρα ακόμα και στον Φ. Χάιντερλιν και στον Giuseppe Ungaretti μα και σε άλλους το αποδεικνύουν. Τη νεοτερικότητα και τη δυναμική της την οφείλει στην εσωτερικότητα της υπερρεαλιστικής γραφής, καθώς η ποίησή του κινείται ψυχαναλυτικά, πέρα και πάνω από την πραγματικότητα, ενώ περιγράφει την πραγματική λειτουργία της σκέψης, έχοντας ως όπλο τον δημιουργικό μα και τόσο λυρικά αποδοσμένο αυτοματισμό.
Ωστόσο, εκείνο που χαρίζει την νεοτερικότητα στην ποιητική αφήγηση του Ρούβαλη δεν είναι ο λυρισμός με την κλασσική έννοια του όρου. Εδώ το μέλος προσφέρεται σχεδόν δωρικά. με ρήματα. Οι δύο φωνές δρουν, κινούνται, πολεμούν συνδιαλέγονται. Ο ποιητής εισάγει τον, κατά τ’ άλλα, ευρηματικό «δυικό» μονόλογομε ένα ερώτημα υπαρξιακό: […]«Τώρα, τι συμβαίνει τώρα; Είμαστε στον ύπνο ή στον ξύπνιο;/Κι ο ουρανός; Χωρίς άστρα; Και η φωνή μας απούσα;/Πες μου, αναρωτιέμαι. Αρχίζω να φοβάμαι.»
Το Εγώ και το Εσύ. Δύο «φωνές» σε μια. Δύο αφηγητές, ενώνονται «μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας», σ’ ένα «πλαίσιο διαλόγου» τόσο κοντά στον θεατρικό, όπως ο αναφέρει ίδιος, «αποτελώντας μια εκτενή ομολογία μεταξύ τους». Οι εναλλασσόμενοι μονόλογοί τους είναι εξωστρεφείς. Εκφράζουν τον μόχθο του λογισμού, την απορία του συναισθήματος, το δίπολο της χαράς και της οργής απέναντι στην «εικόνα» του κόσμου…»
Ο χρόνος, το φως, οι εικόνες αποτελούν για τον ποιητή θεμελιώδη στοιχεία, αφού συνδέονται με το όλον της ύπαρξης. Εξάλλου το δηλώνει διαχωρίζοντας τα κεφάλαια της ποιητικής του αφήγησης, «Ένα φως. Δύο σκιές. Τρεις στιγμές…/Το όλον, μια αιωνιότητα.». Ο χρόνος, νευραλγικό σημείο της ποιητικής του Ρούβαλη, εναλλάσσεται στους τίτλους της κάθε ποιητικής ενότητας, μεταξύ τριών χρονικών επιρρημάτων: του πριν, του τώρα και του μετά.
Ο ποιητής γνωρίζει πως δεν υφίσταται «παρθενογένεση». Η εσώτερη φωνή, πριν διαιρεθεί, πριν το Εγώ διαχωρίσει την υπόστασή του, επικαλείται το διακείμενο, προκειμένου να νουθετήσει, να προστατεύσει το άλλο μισό της ύπαρξής του, […]«ν’ ακούς εάν βρέχει νωχέλεια (το έλεγαν οι παλιοί)»,ωστόσο δεν θα στηρίξει τα επιχειρήματά του, απλά, σε ό,τι έχει ειπωθεί. Δεν θα αρκεστεί σ’ αυτό. Οι νέες, οι άγνωστες λέξεις τον αφορούν, σ’ εκείνες θα στηρίξει τις ελπίδες του για να πείσει, […] «Κάθε τι θα συμβαίνει/γιατί υπήρξε το παρελθόν»,/να βρίθει το εγώ μου από λέξεις άγνωστες/βρίσκοντας το νόημα στην άυλη διάστασή τους,…», πως είναι εκεί και αγκαλιάζουν την ύπαρξη με όλο τους το Είναι.
Η ουσία του Εμείς για τον Ρούβαλη είναι συνυφασμένη με την ποιητική του υπόσταση. […]«Αλλά μόνος, με τους στίχους,/πάντοτε μόνος/θα ‘μαι στο πλήθος απέναντι/γιατί δεν αντέχω τη συναναστροφή/δεν την απολαμβάνω όσο πολύ τη μοναχικότητά μου.» Συνομιλεί με το εσώτερο «μόνος», συμπορεύεται, δηλώνοντας την ουσία της ύπαρξής του.
Δυο «δυσπρόσιτες γωνίες» της ύπαρξης. […]«(το εγώ και το εμένα)». Ετούτο είναι που ταλανίζει τις λέξεις των αφηγητών. Το Εγώ θυμώνει, «κι αν θέλεις να παιδεύεσαι, να βασανίζεις/εσένα κι εμένα, να αυτοϊκανοποιείσαι/τρέμοντας, χτυπώντας κάτω από τη ζώνη,/σοδομίζοντας στα πιστεύω και στα αρνούμαι», παραιτείται, απεγδύνεται των ευθυνών του, «Δεν με νοιάζει τίποτε.», ενώ καταλήγει στη συνταρακτική, για την ύπαρξη, προτροπή: «Μίλα…/Μίλα για να λυτρωθείς.»
Θεωρώ συγκλονιστική την ανάδρομη αφήγηση του εμείς στην ποιητική ενότητα με τον τίτλο, «Πιο πριν» και εξακολουθώ με την πεποίθηση πως βρίσκομαι απέναντι σε μια ευφυή σύλληψη. Εμπρός μου ξετυλίγεται, σχεδόν έμμετρα, με τεχνική πολύ μελετημένη, ένα ψυχογράφημα της ανθρώπινης υπόστασης: […]«τώρα συγγράφω για το έρημο εμείς,/τώρα συστέλλομαι, διαστέλλομαι, συστέλλομαι/με ματιές βέβαιες, πειστικές/χωρίς να ντρέπομαι…».
Παρακολουθώ την ύπαρξη να αποδέχεται την μοναδικότητά της, πέρα από κάθε διδαχή, […]«τώρα καταμετρώ τα είδωλά μου,/τα σημάδια, τις καταφυγές μου/στην ηδονή και στην οδύνη (όντας μοιάζουν λίγο)/τώρα εγώ, το Ένα, πολλαπλασιάζομαι…», ώστε να καταλήξει στην επίγνωση. Ήσυχα, σεμνά μαθαίνει να την αγαπά, […]«γίνομαι καλύτερος/τώρα εγώ, το Ένα, σκέφτομαι.»
Στους στίχους του Ρούβαλη κατοικεί η γλώσσα, η αφηγηματολογία, η ποιητική, η λογοτεχνία: […]«θα γίνομαι υποκείμενο κι αντικείμενο— ένας αλλιώτικος βασιλιάς, πρωτοπρόσωπος/ ανεκτικός όταν φωνάζουν σαν αγέλη…». Πρόκειται για έναν δραματικό μονόλογο. Ο κόσμος του ονείρου, αποφασισμένος να υπερασπιστεί το συναίσθημα, αντιμάχεται τη σκληρή πραγματικότητα. […]«μόνον τα τέτοια όνειρα θέλω να ζω/(Και με στίχους εάν περισσεύουν)».
Κυλά ο χρόνος και καθώς ο ποιητής αφηγείται, επαναδιαιρείται. Αφήνει τα ρήματα να αφηγηθούν, να διδάξουν, ν’ αγαπηθούν. Χρωματίζει λυρικά την κάθε τους κίνηση, την μετρά σαν στίχο, ενώ οι περιγραφές συνδέονται διακειμενικά. […]«Πιες το νερό μιας Καλλιρρόης/(γιατί σου ανήκει)/εισέπνευσε τη δροσιά της σελήνης/και το κορμί της.» Υμνεί το «Άλλο», υμνεί την ομορφιά της σελήνης, αφού είναι εκείνη που κατακτήθηκε μα δεν κατοικήθηκε. Το Εγώ και το «Άλλο».
Στο «ΜΕΤΑ ΜΕΤΑ» το Εγώ νουθετεί, ενώ στο «ΠΡΙΝ ΠΡΙΝ», σε μια προσπάθεια να ξετυλίξει ψυχογραφικά τα στερεότυπα που τον έχουν σημαδέψει, θυμώνει. Ο ποιητής πονά, αναθυμάται, συνδιαλέγεται με το «εσύ το αληθινό», με το θηλυκό, το «Άλλο». Νιώθει αδύναμος ν’ απαγκιστρωθεί από ό,τι διαμορφώθηκε μέσα του. Το χαρακτηρίζει. και η καλλίπυγος Καλλιρόη μεταμορφώνεται σε πόρνη, […]«οι ανάσες των ποιητών,/οι πόρνες, κλεμμένες λέξεις τους…» και κάπως έτσι ο προδομένος εαυτός, έχοντας πάντα ως συνένοχο τον χρόνο, βαδίζει προς την ωριμότητα: […]«Ξέρεις το τέλος, τ’ αντικείμενα…/Κι ο χρόνος είναι μετρημένος,…».
Έτσι κυλά ο χρόνος για τον ποιητή, έτσι κυλά και για την ύπαρξη γενικότερα. Τώρα, Πριν, Μετά, Πιο Μετά, Μετά Μετά και πάλι Πριν και Τώρα και το ταξίδι στον χρόνο συνεχίζεται. Φιλοσοφικά ερωτήματα αναπηδούν και ο δρόμος που οδηγεί στην ωριμότητα έχει αδιέξοδα και πάλι «ανέπαφος» δείχνει κι, […]«ο παράδεισος χωρίς όνομα —/άθικτος, χρυσοπoίκιλτος, μα κατά βάθος/γνωρίζοντας πως για τις προσμονές μου/πλανιέμαι.», και πάλι ελπίζει, [..]«Θα ‘ρθει ο καιρός, κατάλαβες;». Μα αγαπά. Πιστεύει και υπηρετεί τ’ ανθρώπινα, […]«Κι ανάμεσα στις χορδές/και στη σφαίρα που κρατώ, επιμένω να υπηρετώ/την ανθρώπινη υπόσταση,…».
Ο χρόνος, ο έρωτας, οι μνήμες, οι οδυνηρές μνήμες, οι διδαχές, οι νουθεσίες, τα στερεότυπα, το δάκρυ, οι χαρές, οι νίκες, η πτώση και πάλι απ’ την αρχή. ΠΡΙΝ, πολύ ΠΡΙΝ, ΤΩΡΑ, πολύ ΤΩΡΑ…
Και μετά;
Η ελπίδα. Το ΤΩΡΑ είν’ εδώ κι ο χρόνος είναι φίλος με τα χρώματα. Η αυγή έχει πολλά να μας χαρίσει. ΤΩΡΑ και…
ΜΕΤΑ
Αν και αυτή η νύχτα, πάλι θα περάσει.
Δεν θα φαίνεται πια,
όπως η καρδιά του κόσμου —
το χρυσόνειρο δεν ανήκει σε κανέναν μας,
να το θυμάσαι.
Αλλ’ όσο διαρκέσει θα το χαρούμε
και θα με σκουντάς
για να το πιστέψουμε αμόλυντοι.
Κι όταν ξυπνήσω,
άφωνος τότε, «στο κορμί σου που τρέμει
σαν το κελάιδισμα του αηδονιού»,
την αυγή, θα συνεχίσω με την πραγματικότητα.
Βασίλης Ρούβαλης, Όρμος: ΣΚΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ, εκδ. (.poema..), Κορώνη 2020