1935. Ο Δημοσθένης Βουτυράς δεν ήταν εκεί. Δεν ήταν στην ταβέρνα του Σταματόπουλου, στην Πλάκα, Λυσίου και Τριπόδων. Τότε που μαζευόμαστε, από το 1935 και μετά, κάτι νυχτερινοί “συνήθεις ύποπτοι” όπως θα μας έλεγαν σήμερα, κάτι “συνωμότες” , κάτι ποιητές και πεζογράφοι και κριτικοί. Παρόντες: Στρατής Δούκας, Νικηφόρος Βρεττάκος, Γιώργος Σαραντάρης, Απόστολος Μελαχρινός, ο Βέλμος, Γιάννης Σφακιανάκης, Μενέλαος Λουντέμης, Μίχος Κάρης, ο Γιώργος Μιλονωγιάννης, Αναστάσιος Δρίβας, Γιώργος Τσουκαλάς. “Ιερά τέρατα ” της λογοτεχνίας μας ποιος τους γνωρίζει και πόσους; Α ναι, ήταν κι εκείνος ο δεκαεξάρης με τα πρωτόλεια ποιήματά του, ο υπογραφόμενος.
Χαμηλά τα φώτα στην ταβέρνα, ψηλά όμως οι καρδιές, τότε βλέπεις είχαμε όραμα ζωής, είχαμε όραμα για μια Ελλάδα με κοινωνική δικαιοσύνη και στοργή για όλους, είχαμε ελπίδα.
1954. Βράδυ. Φθινόπωρο. Τηλεφώνημα του Χρήστου Λεβάντα, συγγραφέα και δημοσιογράφου. “Έχω νέα, Αντώνη, ο Δημοσθένης Βουτυράς διάβασε τα διηγήματά σου Ζητείται ελπίς, στην πρώτη σελίδα έγραψε, με τρεμάμενο από την αρρώστια χέρι, τη γνώμη του, μου έδωσε το βιβλίο να σου το δείξω”. Το πήρα, και είδα: εδώ το κλισέ.
1954. Το ίδιο βράδυ. Στο φτωχικό του Δημοσθένη Βουτυρά, στο Κουκάκι, Γεωργίου Ανδρούτσου ή Οδυσσέα Ανδρούτσου, δε γίνεται να θυμηθώ. Λοιπόν, τι να του πω, τι να του πρωτοπώ; Ένα ευχαριστώ, όσο κι αν είναι με την καρδιά σου, δεν ισοφαρίζει την αγάπη που σου έδειξε ένας Δημοσθένης Βουτυράς, το κουράγιο που σου έδωσε. Και τι, όταν είσαι νέος, πρωτάρης στη λογοτεχνία.
1954. Από τότε και μετά, είμαι συχνά στο δωματιάκι μου. Πλάι του, η καλή του σύντροφος της ζωής του, η Μπετίνα του.
Όλο και τσιμπολογάμε κάτι που μας έχει ετοιμάσει η Μπετίνα, μεζεδάκια, και, βέβαια, η ρετσίνα μας ακομπανιάρει. Και τα λέμε με τις ώρες. Για τα επίκαιρα στην Ελλάδα και στον κόσμο, για το τώρα και εδώ αλλά και εκεί, πέρ’ από τα σύνορα μας. Ο Δημοσθένης ο φίλος μου είναι που μιλάει πιο πολύ, μου ανοίγει την καρδιά του, μου ανοίγει το άγραφο ημερολόγιο της βασανισμένης πορείας του. Αναμνήσεις… Παιδικά χρόνια, ορφάνια, φτώχεια, μίζερη ζωή, στερημένη, πρώτα βήματα στη λογοτεχνία και μαζί αγώνας να τα φέρει βόλτα, για ένα κομμάτι ψωμί, με κομμένη την ανάσα… Οπότε, μια στιγμή, οι αναμνήσεις του θολώνουν είναι εκείνο το άτιμο που τον πιάνει πότε πότε, από παιδί το έχει, “κρίσεις υπερευαισθησίας” το λέει ο Χρήστος Λεβάντας.
“Θυμάσαι, Αντώνη, το 1892, ίσως το 1893, δεν μπορώ να θυμηθώ, θυμάσαι που γλιτώσαμε παρά τρίχα από το Σουλτάνο, τότε ντε, στην Πόλη που είμαστε, ποιος διάολος Σουλτάνος ήτανε δεν μπορώ να θυμηθώ, τότε που μας είχανε στήσει παγίδα να μας στριμώξουν οι ζαπτιέδες του, να μας στραγγαλίσουν, και μέσα σε τσουβάλια, ίσως και μισοζώντανους ακόμη, να μας φουντάρουν στον Βόσπορο, καλά που μάς πασάρισε κρυφά το μαντάτο εκείνο το χανουμάκι που μας κιαλάριζε πίσω από το καφάσι καθώς περνούσαμε το πρωί στο καλντερίμι τραβώντας για δουλειά στη φάμπρικα, αχ, εκείνο το ουρί του παραδείσου που είχε ερωτευτεί εμένα…
Περνούσα αμέσως στην αντεπίθεση. “Τι κάθεσαι και μου λες τώρα, Δημοσθένη!. Το ουρί είχε ερωτευτεί εμένα!.” Με τα εμένα του Δημοσθένη και τα εμένα τα δικά μου φτάναμε τα μεσάνυχτα και βάλε και δώσ’ του εβίβα και εβίβα σύννεφο. Πώς να του πω, βέβαια, ότι το 1892 ή 1893 ο μεν Δημοσθένης ήταν είκοσι ή είκοσι ενός, ο δε Αντώνης στον αστερισμό της ανυπαρξίας, στο απόλυτο μηδέν.
“Η συναναστροφή με τον Δημοσθένη Βουτυρά”, γράφει ο Χρήστος Λεβάντας, “αναπτύσσει αισθήματα εγκαρδιότητας, ανθρωπιστικά, και αγνά ιδανικά. Είναι ανεπιτήδευτος στους τρόπους του. Μιλάει και στον τελευταίο χειρώνακτικα με τον ίδιο τρόπο που θα μιλούσε σε έναν υπουργό – αν καταδεχότανε, εννοείται, καμιά φορά τέτοιο δυστύχημα γι’ αυτόν…
1997. Ο Δημοσθένης Βουτυράς είναι εδώ. Με το έργο του. Πρωτοποριακό και σήμερα όπως και τότε. Ξεκόλλησε από την ηθογραφία το διήγημα, το έφερε στον αστικό χώρο. Άνοιξε παράθυρο στον εσωτερικό μονόλογο. Εμπρεσιονιστής. Δούλεψε τέλεια την ” τεχνική των επιφανειών ” – τη θεμελίωσε ο Τζέιμς Τζόις – την τεχνική του στιγμιαίου διαισθητικού φανερώματος της ουσίας πίσω από την επιφάνεια της πραγματικότητας. Ψυχολογικός ρεαλιστής. Σατιρικός. Κινηματογραφικός. Χτύπησε τα κακώς κείμενα με το δικό του τρόπο, με έμμεση κοινωνική κριτική, λογοτεχνικά συνεπώς. Αντιπολεμικός. Υπερασπιστής των φτωχών και των ανήμπορων. Οι άνθρωποί του αντιμέτωποι με την κοινωνική αδικία, παλεύοντας όμως και με τον εαυτό τους. “Άτιμη φτώχεια!. Φτώχεια και κακομοιριά. Δουλειά, δουλειά…που να βρω…Δουλειά, μα που είναι; Μη δε ζήτησα; …Δεν είναι τόπος για να ζήσει κανείς… Πάει, πάει, δε μας χωρεί ο τόπος πια!” (“Οι αλανιάρηδες”).
Τον ρώτησαν με τι τρόπο γράφει τα διηγήματά του. ” Όπως μου έρθουν. Κάθομαι, έχοντας στο νου μου κάποια υπόθεση, αλλά ποτέ δεν ξέρω το περιεχόμενο από πριν, γιατί αυτό έρχεται γράφοντας. Στο γράψιμο γίνεται ό,τι και στη ζωή. Περπατάς με ορισμένη κατεύθυνση, αλλά δεν είσαι βέβαιος αν θα φτάσεις εκεί που θέλεις. Παρουσιάζονται τόσα εμπόδια ως το τέλος και σε κάνουν να λοξοδρομείς. Πολλοί συγγραφείς όμως στρώνουν το δρόμο με βαμπάκι για να φτάσει έτσι ήσυχα, χωρίς απρόοπτα, ο ήρωας τους στο σκοπό του. Προχωρεί λοιπόν και δεν σκοντάφτει πουθενά. Αλλά δε βγαίνει τίποτα απ’ αυτό. Η τέχνη είναι άλλο.”
Έτσι έγραφε αλλά έτσι και έζησε ο Δημοσθένης Βουτυράς. Όχι βάση προδιαγεγραμμένου σχεδίου αλλά εν θερμώ. Με το αυθόρμητο και τη ζεστασιά της ψυχής του. Με ανθρωπιά και με χαμόγελο, πικρό βέβαια. Ανένταχτος και στη ζωή του και στην τέχνη του. Στρατευμένος μόνο στην αγάπη για τον άνθρωπο, στην αδελφική μαζί του συντροφικότητα. Ένας αναρχοαυτόνομος.
Πηγή: Περιοδικό Ελί-τροχος / Γενέθλιο αφιέρωμα στον Αντώνη Σαμαράκη / τεύχος 17-18 / 1999