Scroll Top

Το Πάσχα ως Αφήγηση – Πένθος, Ανάσταση, Ελπίδα | Η έκθεση | Γράφει ο Γρηγόρης Αυδίκος

Ανθολόγηση αφιερώματος: Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Επιμέλεια αφιερώματος : Μίνα Π. Πετροπούλου

Το CultureBook με αφορμή το Πάσχα και το πως επιδρά στη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, θέλησε  να παρουσιάσει διηγήματα που καταγράφουν σκέψεις, συναισθήματα και βιώματα για τη συγκεκριμένη περίοδο, καθώς για πολλούς ταυτίζεται με την επώδυνη πορεία που οδηγεί από τη θλίψη της απώλειας στην ελπίδα της αναγέννησης.  Είναι η μυσταγωγία των ημερών που οδηγεί στη λύτρωση, το ξύπνημα της φύσης που συνοδεύει την εσωτερική μεταμόρφωση, η εναλλαγή φωτός και σκιάς που καθορίζει την ανθρώπινη εμπειρία. Πολλές ιστορίες βιώνονται αλλά και γράφονται αγγίζοντας αυτές τις αντιθέσεις · ιστορίες  που μιλούν για το πέρασμα, την αναγέννηση, την προσμονή αλλά και το αναπόφευκτο άγγιγμα του πόνου, του θανάτου και του πένθους.

Με αυτό το σκεπτικό το CultureBook ετοίμασε το συγκεκριμένο αφιέρωμα, στο οποίο συμμετέχουν διακεκριμένοι και διακεκριμένες συγγραφείς.

Ευχαριστώ  από καρδιάς όλους όσοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην πρόσκλησή μας.

Η επιμελήτρια

Μίνα Π. Πετροπούλου

Γράφει ο Γρηγόρης Αυδίκος

Η έκθεση

Το κουδούνι του σχολείου χτύπησε για τελευταία φορά. Το μαρτύριό μου ξεκινά, σκέφτηκα. Όσα χρόνια θυμάμαι, πάντα έτσι έβλεπα τις διακοπές του Πάσχα. Κάθε χρόνο πηγαίνουμε στο χωριό. Μα τι να κάνω εκεί; Δεν έχω καμιά φίλη. Ούτε τηλεόραση με αφήνουν να βλέπω.

Κοιτάζω γύρω, κανείς από τους δύο γονείς μου δεν περιμένει στην εξώπορτα. Είναι ευκαιρία να τους τρελάνω στην γκρίνια. Αν είχα εκείνο το κινητό που τόσες φορές ζήτησα, θα με ειδοποιούσαν για την καθυστέρηση. Κάθομαι στο παγκάκι, όλα τα παιδιά εξαφανίστηκαν. Βιάζονταν να επιστρέψουν στο σπίτι. Απόρησα με τη χαρά τους που θα πήγαιναν στο χωριό για το Πάσχα.

Πέρασε η ώρα, ο διευθυντής έκλεισε την εξώπορτα χαρούμενος. Επιτέλους διακοπές, τον άκουγα να απαντάει στο κινητό του. Δεν μπορούσα να περιμένω. Ανησύχησα. Ήταν πάντα στην ώρα τους στο σχόλασμα.

Η τσάντα ήταν βαριά, δεν μπορούσα να τη σηκώσω. Στην έκτη δημοτικού τα μαθήματα είναι πολλά. Είμαι στενοχωρημένη. Και θυμωμένη με τη δασκάλα μου. Μας έβαλε εργασία, να τη φέρουμε μετά τις διακοπές. Ζήτησε να γράψουμε έκθεση  «Τι είναι το Πάσχα για εμένα» Διπλή η στενοχώρια. Θα έπρεπε να σκέφτομαι την έκθεση. Τι να γράψω όμως για το Πάσχα στην Αθήνα; Δεν κάναμε ποτέ στην πόλη. Τι να γράψω; Άσε που η δασκάλα μένει στην απέναντι πλευρά του δρόμου, θα καταλάβει ότι αυτά που γράφω είναι από το μυαλό μου. Αυτή ζητούσε να βασιστούμε σ’ αυτά που θα ζήσουμε. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

Επιτέλους ήρθαν αλλά ένιωθα σαν φυλακισμένη που την οδηγούν στο κελί της.

Από την Παρασκευή μέχρι την Μεγάλη Πέμπτη που θα φεύγαμε μετρούσα τις μέρες ανάποδα μία μία. Κάθε φορά που λιγόστευαν βυθιζόμουν σε μεγαλύτερη δυσφορία. Μα τι να κάνω το Πάσχα στο χωριό; Χρυσούς τους έκανα τους γονείς μου να κάνουμε κάτι άλλο ή να με αφήσουν στη θεία που θα έμενε στην πόλη. Τίποτα.

Από τη Μεγάλη Δευτέρα υπάρχει μια τεράστια προετοιμασία. Για ποιο λόγο όλη αυτή η φασαρία, δεν το καταλαβαίνω. «Η Πασχαλιά είναι μεγάλη μέρα, κορίτσι μου.» Η γιαγιά με τρέλανε στα τηλεφωνήματα. «Σε περιμένω, εγγονούλα μου, θα βάψουμε αυγά, θα κάνουμε μαζί κουλουράκια.

«Δεν θέλω» απάντησα. Θέλω να μείνω στην Αθήνα, να κάνω παρέα με τις φίλες μου, να ακούω μουσική. Με αναγουλιάζει το σφαγμένο αρνί που ο παππούς, με τη βοήθεια του μπαμπά, το βάζουν όρθιο, μέσα σε ταψί. Ανατριχιάζω, δεν θέλω να φάω κρέας. Βαρέθηκα να κάνω κουλουράκια με τη γιαγιά, προτιμώ να βολτάρουμε στην Ερμού. Με ενθουσιάζουν τα φώτα, οι βιτρίνες. Μ’ αρέσει που λιγοστεύει ο κόσμος τις ημέρες του Πάσχα.

Τη μέρα της αναχώρησης είχε σημάνει γενικός συναγερμός. Στο πρωϊνό θυμήθηκα την εικόνα της δασκάλας μας στα θρησκευτικά που φρόντισε -πριν μας αφήσει ελεύθερους- να μας θυμίσει να μη χάσουμε τα δώδεκα ευαγγέλια αυτή την ημέρα. Είχα ένα μάθημα αγγλικών νωρίς το απόγευμα και μόλις επέστρεφα θα ήταν η ώρα που θα τελείωνε κι ο πατέρας μου τη δουλειά και θα φεύγαμε για το χωριό. «Ειρήνη, μην αργήσεις, να έρθεις όσο πιο γρήγορα μπορείς, για να φύγουμε» μου είπαν οι γονείς μου. Την κρίσιμη ώρα στο σπίτι όλα ήταν έτοιμα. Το αυτοκίνητο φορτωμένο και οι γονείς μου με τα κλειδιά στο χέρι. Στρατιωτικός νόμος να είχε επιβληθεί, δεν θα ήμασταν τόσο πειθαρχημένοι. Η δική μου επιθυμία δεν μέτραγε, ό,τι και να έλεγα, δεν θα έδιναν σημασία.. Φύγαμε αμέσως. «Θα κάνουμε μια μικρή στάση, να πάρουμε τον αδερφό σου από τα ΚΤΕΛ στον Κηφισό», είπε η μητέρα μου και λόγια της χάθηκαν μέσα στη δυνατή μουσική του ραδιοφώνου. Ο πατέρας μου ξεκίνησε το Πάσχα νωρίς,  σκέφτηκα.

«Χαμήλωσέ το, πατέρα.»

«Να το χαμηλώσω, αλλά σε απασχολεί κάτι; Δεν σ’ ακούω καλά.»

«Τι να έχω, άλλη μια χρονιά Πάσχα στο χωριό. Βαριέμαι.»

Ο πατέρας μου άρχισε να μιλάει συνεχώς, ήταν από εκείνες τις φορές που σταματούσα να τον ακούω. Και τι δεν είπε. Για το νόημα του Πάσχα, τη γιαγιά και τον παππού που μας περιμένουν σαν πασχαλινό δώρο, για την ευκαιρία που έχουμε να συναντάμε τους συγγενείς μας, μια δυο φορές τον χρόνο. Πήρα τα ακουστικά από το σακίδιό μου κι άρχισα να ακούω τραγούδια. Δεν είχα όρεξη να πούμε τα ίδια. Είχαμε ήδη από τη χθεσινή ημέρα ρίξει ένα καυγά, δεν ήθελα να πάω στο χωριό.

Στον Κηφισό ήταν μια τρέλα. Εκατοντάδες κόσμου, αρνιά σε σακούλες στο πάτωμα, φωνές, βαλίτσες. Μα γιατί τόση φασαρία; αναρωτήθηκα. Τι κάνουν όλοι αυτοί οι τρελοί, χάθηκαν τα άλλα Σαββατοκύριακα; Ανυπόφορη η κατάσταση. Τρόμαξα με αυτόν τον κόσμο που δεν τον ήξερα. Πιο πολύ όμως με τρόμαζε η ιδέα των συγγενών που θα με αγκαλιάζουν, θα με σαλιώνουν με τα φιλιά τους, θα μύριζα τις ανάσες της γιαγιάς και του παππού. Καλύτερα χαμένη μέσα σ’ αυτό τον συνωστισμό παρά στα ξένα φιλιά και στις αγκαλιές. Το κεφάλι του αδερφού ξεχώρισε μέσα στον κόσμο και ο πατέρας μου έτρεξε στο μέρος του για να τον προλάβει. Σε λίγο είχαμε κιόλας φύγει για το χωριό.

Ο αδερφός μου, δέκα χρόνια μεγαλύτερος, σπουδάζει στο Ναύπλιο. Από μικρός ήταν παππαδάκι. Του άρεσε να πηγαίνει στην εκκλησία και να βοηθάει τον παππά. Μάλλον σαν παιχνίδι το έβλεπε. Όταν μεγάλωσε όμως, το πράγμα σοβάρεψε. Έμαθε να ψέλνει, πήγε σε σχολή βυζαντινής μουσικής. Το Πάσχα  στο χωριό γι’ αυτόν ήταν να ψέλνει όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα στον Άγιο Νικόλαο. Πήγαινε να συνοδεύσει τους ψάλτες. Ήταν κάτι σαν μια μικρή, δική του παράδοση. Στην Αθήνα σπάνια πήγαινε στην εκκλησία, δεν είχε χρόνο, έλεγε. Το Πάσχα γινόταν άλλος άνθρωπος. Μόλις  φτάναμε στο χωριό, πού τον έχανες και πού τον έβρισκες κάθε απόγευμα της Μεγάλης Εβδομάδας, στην εκκλησία ήτανε. Και να πεις ότι είναι από τους ανθρώπους που πιστεύουν βαθιά; Κάθε άλλο. Ποτέ δεν το κατάλαβα. Ακόμα προσπαθώ να αντιληφθώ πως δουλεύει όλο αυτό μέσα του. Στο αυτοκίνητο άρχισε την πρόβα. Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας. Κι ύστερα από λίγο, ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;

Φτάσαμε αργά το απόγευμα. Δεν υπήρχε χρόνος για πολλά. Το φαγητό πρόχειρο. Κι οι γονείς μου διαρκώς μου ανέθεταν δουλειές, να συμμαζέψουμε το σπίτι. Κάνε εκείνο, φέρε το άλλο. Νισάφι.

«Τώρα εσείς αυτό το λέτε διακοπές; Κι εγώ που νόμιζα ότι ο κόσμος πηγαίνει διακοπές για να ξεκουραστεί.»

Ο πατέρας μου κούνησε το κεφάλι αλλά δεν καταδέχθηκε να μου απαντήσει. Θύμωσα μαζί του. Αποφάσισα να κοιμηθώ νωρίς. Μια μέρα λιγότερη.

Το επόμενο πρωί ακολούθησα τη μητέρα μου στα ψώνια. Τα τελειώσαμε όμως σύντομα κι έπειτα με πήρε για μια βόλτα στη θάλασσα. Καθίσαμε στην άμμο. Ο ήλιος έλουζε τα πάντα γύρω μας. Ένιωσα μια ζεστή θέρμη να αγκαλιάζει  το σώμα μου. Σιγά σιγά αυτή απλώνονταν από το δέρμα στην καρδιά. Η μητέρα μου πέρασε το χέρι της στον ώμο μου και με φίλησε. Ήταν πιο χαλαρή. Ήρεμη.

«Μαμά, τι είναι το Πάσχα για εσένα;»

«Αυτή εδώ η στιγμή. Ο ήλιος, η θάλασσα, εσύ δίπλα μου, μακριά από τις σκοτούρες. Η άνοιξη, οι προετοιμασίες, η οικογένεια. Δεν είναι ένα πράγμα. Είναι όλα μαζί.»

Απόλαυσα τη βόλτα μας. Ναι, δεν είχα φίλες αλλά είχα καιρό να μιλήσω με τη μαμά μου. Συνήθως, στην Αθήνα μιλούσαμε με τσιρίδες. Το χάρηκα που συζητήσαμε. Ήταν πολύ όμορφα που καθόμαστε δίπλα δίπλα, ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο της. Κοιτάζαμε και οι δυο τη θάλασσα.

Νωρίς το απόγευμα αρχίσαμε την προετοιμασία για τη βόλτα μας στον επιτάφιο. Έβαλα το καλό μου φουστάνι και έβγαλα από τη βαλίτσα μου εκείνο το κίτρινο φαναράκι που μου έκανε δώρο η νονά. Κι ας το σνόμπαρα όταν μου το έφερε. Αναρωτήθηκα, τότε, αν με πέρναγε ακόμη για μωρό. Τώρα όμως το κράταγα με καμάρι και γυάλιζα το τζαμάκι του. Ήθελα να φαίνεται η φωτιά καθαρά. Για πρώτη φορά πλησίασα στον αδελφό μου, εκεί που έψελνε. Είχε καλή φωνή, ήταν πολύ σοβαρός μέσα στο μαύρο πουκάμισο και το μαύρο παντελόνι που φορούσε. Κι όταν άκουσα από το στόμα του το ω γλυκύ μου έαρ, ένιωσα να ψηλώνω. Χωρίς να το καταλάβω έσπρωχνα τους μπροστινούς μου, ήθελα πολύ να είμαι δίπλα του. Στον αδελφό μου.

Το επόμενο πρωί ξύπνησα με πολύ καλύτερη διάθεση. Δυστυχώς όμως έβλεπα τον πατέρα μου κάπως διαφορετικό. Στεναχωρημένο. Τον ρώτησα να δω τι έχει αλλά απέφυγε να μου απαντήσει. Η μαμά με πλησίασε και μου πρότεινε αν θα ήθελα να έρθω μαζί τους στο νεκροταφείο, θα πήγαιναν να δουν το μνήμα του αδερφού του. «Είσαι μεγάλη πια, αν θέλεις μπορείς να έρθεις». Τους ακολούθησα. Κάθισα ήρεμα και παρακολουθούσα με κατανόηση τον μπαμπά. Τον θείο  εγώ δεν τη θυμάμαι σχεδόν καθόλου. Ο μαγιάτικος ήλιος έκαιγε. Το τρισάγιο τελείωσε γρήγορα κι ο πατέρας ξαναβρήκε το χρώμα του.

«Είσαι καλά;» τον ξαναρώτησα.

«Καλά είμαι κορίτσι μου. Όταν χάνουμε δικούς μας ανθρώπους, η ημέρα αυτή είναι ξεχωριστή και μας φορτίζει. Το Πάσχα είναι και ένας φόρος τιμής σ΄ αυτούς τους ανθρώπους.»

Τον έβλεπα καλύτερα. Ησύχασα. Η ημέρα μας όμως ήταν κυριολεκτικά γεμάτη. Από το μεσημεριανό φαγητό, στις καθαριότητες κι από εκεί στην προετοιμασία του αρνιού για την άλλη ημέρα. Για ένα παράξενο λόγο, η αρχική μου βαρεμάρα απέναντι σ΄ όλα αυτά είχε δώσει τη θέση της σε μια διάθεση να συμμετέχω σε όσα περισσότερα μπορούσα. Βγήκα βόλτα με τα ξαδέρφια μου. Άφησα τη γιαγιά να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και να με φιλάει. Ένιωσα ένα ρίγος στην αρχή. Όμως, το συνήθισα.

Δειλά δειλά πήγα κοντά στον παππού, το γενικό πρόσταγμα το είχε ο μπαμπάς μου πια, αλλά ο παππούς έδινε συμβουλές. Αγρότης ήταν, με τη γη ζούσε. Όμως, τον κοίταζα με τι μαεστρία έλεγε την άποψή του. Δεν έδινε διαταγές, είχε τον τρόπο του. Τον κοίταζα με θαυμασμό. Για πρώτη φορά ένιωθα να είναι δικός μου άνθρωπος.  Κι όταν το βράδυ τον ρώτησα τι σημαίνει γι’ αυτόν το Πάσχα, μου απάντησε «Το Πάσχα είστε εσείς. Η οικογένεια κι αυτά που κάνουμε όλοι μαζί.»

Το βράδυ της Ανάστασης είχα πια γίνει ένα το χωριό. Δεν αισθανόμουν ξένη. Κι ας ήμουν εκεί δυο μέρες μόνο. Έτρεχα πάνω κάτω στο προαύλιο της εκκλησίας, παίζοντας και διασκεδάζοντας με τ΄ άλλα παιδιά χωρίς να προσέχω καν το φόρεμά μου. Γιατί δεν το έκανα αυτό άραγε πέρυσι; Στο Χριστός Ανέστη η φωνή μου έβγαινε δυνατή. Το φως των κεριών γέμιζε τα πρόσωπα των αγαπημένων με λάμψη.

            Η Κυριακή πέρασε πιο γρήγορα απ’ ότι πίστευα. Το απόγευμα ήμουν εξαντλημένη από το παιχνίδι, το τρέξιμο και το φαγητό. Κοιμήθηκα νωρίς. Η τελευταία ημέρα, σκέφτηκα.

Στο ταξίδι της επιστροφής την επομένη μέρα, έπιασα στα χέρια μου ένα σημειωματάριο που φυλούσα στα αμάξι για να το μουτζουρώνω. Γύρισα μια καθαρή σελίδα. Πάνω πάνω έβαλα τον τίτλο και τον υπογράμμισα. «Τι είναι το Πάσχα για εμένα». Ήξερα ακριβώς τι ήθελα να γράψω.

Βιογραφικό Γρηγόρης Αυδίκος

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου

Βιογραφικό Αντώνης Σκιαθάς