Το ξύλινο παγκάκι
σε θυμάμαι σ’ ένα παγκάκι ξύλινο χαμηλό
σαν τις προσδοκίες της ζωής σου
μια ποδιά να σου σκεπάζει τα κουρασμένα πόδια
όπως το πικρό χαμόγελο που σκέπαζες τις πληγές σου
μεγαλώνεις και φεύγεις μου ψιθύρισες
που να ‘ξερες
τον πράσινο λάκκο
τους γεμάτους δρόμους
τις γειτονιές με τα χαμηλά ξύλινα παγκάκια
εκεί που με κερνούσες μήλο και στραγάλια
αυτά αναπολώ όσο μεγαλώνω
γιατί οι δρόμοι αδειάσανε
κι ούτε ένα παγκάκι να ακουμπήσω
μούλιασα την παγωμένη μου αξιοπρέπεια
γλίστρησε τσαλακωμένη στην τσέπη μου
μου έκαψε το πέταγμα η ντροπή
κι οι λογαριασμοί μου όλοι χρωστούμενοι
Χελώνα
Σ’ ένα ζωικό βασίλειο γεννήθηκα
νόμισα πως βγήκα γοργοπόδαρος
μα τελικά η ζωή με χρειάστηκε χελώνα
να κουβαλώ ένα καβούκι στην ράχη μου για πάντα
όποιος με πλησιάσει να κρύψω την γύμνια μου στο κουφάρι
μη με δουν γιατί φοβάμαι
κι αν θελήσω να προχωρήσω το βάδισμα αργό αργό
καθώς ξεκούρδιστο το ρολόι της ζωής όταν δίνει
μόνο όταν σου παίρνει τρέχει φρενιασμένα.
Η έλλειψη του πυγμάχου
Μια έλλειψη
να την ομολογήσω δεν μπορώ
σαν ράφι σκονισμένο τον ήλιο φοβάμαι
μην πέσουν πάνω μου οι ακτίνες του κι η σκόνη μου φανεί πολλή
μέρες την σκεπάστηκα μήπως ζεσταθώ
παγωμένη έμεινα
κουρτίνες και κάγκελα μου ‘κρυβαν τον εχθρό και την αλήθεια
κρυστάλλους δέχτηκα δώρα στη ζωή ψυχρούς
κι αν λίγο λιώνανε με την σιωπή
μόνη τους αναζητούσα
ας έχω έναν κι ας κρυώνω
μόνο μη μείνω μόνη
μόνη όμως όλα τα βράδια
και τη μέρα πυγμάχος σε αρένα άδεια
για την ήττα και τις νίκες μου ένα χειροκρότημα δεν άκουσα ποτέ
κι ούτε το θέλησα αλήθεια
μια αγκαλιά μονάχα για τον πόλεμο
θα ήταν αρκετή.
Οι δείκτες
Ακούς τους δείκτες του ρολογιού
σε κάθε κίνηση τους ένα βήμα πιο στραγγισμένη
το κρέμασες με αγάπη ζευγάρι μ’ άλλα δυο χέρια
βασανιστήριο κάθε λεπτό στη φυλακή σου
ξεροκαταπίνεις
αντί κοσμήματα στο λαιμό σου τα φιλιά
ένα σημάδι από τριχιά
πίστεψες πως ειν’ η τελευταία
κάθε όνειρο εφιάλτης
γέλιο χαιρέκακο, εξουσία της παντόφλας
ξυπνάς
αλήθεια είναι
βιτσιές μιας σιδεριάς
σπας το ρολόι
κανένας δεν μετράει τα βήματα σου προς τον θάνατο
μετάλλιο παίρνουν οι ήρωες πολέμου
στον δικό σου τον πόλεμο το λάφυρο είν’ η ελευθερία
ανάσα
Μαύρη θάλασσα
Ολόκληρη γεννήθηκες
Μισή απέμεινες
Γυναίκα σε ονόμασαν
Σκοτάδι εγώ
Τα χρώματα σου τα ξεθώριασαν σιγά σιγά
Κρύφτηκες να σώσεις το χρυσό σου
Μια ματιά μόνο άφησες αληθινή
Δεν άντεχαν πολύ να σ’ αντικρίζουν
Φοβήθηκαν μην τους καταπιεί το κάρβουνο των ματιών σου
Εβένινο κύμα τα μαλλιά σου
Δεν είχε δάκρυ το βλέμμα σου, μια γνώση μόνο ζωγραφισμένη
Για την απογοήτευση που ήξερες πως θα γευτείς έτσι κι αλλιώς
Μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο τη δέχτηκες
Κι έτσι όπως τους κοιτάζεις
Στην αλήθεια σου φοβούνται μην πνίγουν
Μαύρη θάλασσα εσύ.